Κύπρος: ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ για την ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και τα ...«ΣΥΝΙΣΤΩΝΤΑ ΚΡΑΤΗ»






ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ: ΤΙ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΝ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ, ΟΙ ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ «ΠΑΓΙΔΕΣ» ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ «ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ»

Κύπρος: Εξωτερική πολιτική και «συνιστώντα κράτη»
 Η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της ενιαίας Κύπρου και κυρίως το ακανθώδες θέμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει απασχολήσει επί μακρόν τις διαπραγματεύσεις, με αμφίβολα αποτελέσματα.
Οπως διαφαίνεται από τα έγγραφα, σταθερή προσπάθεια της τ/κ πλευράς είναι να κατοχυρώσει όσο το δυνατόν καλύτερα ότι τα «συνιστώντα κράτη» θα έχουν λόγο και θα παρεμβαίνουν, δημιουργώντας εύκολα αδιέξοδα στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθεί η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Στο μεγάλο θέμα της ΕΕ η τ/κ πλευρά φαίνεται να μη δέχεται επ' ουδενί την παρούσα κατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως μόνιμου κράτους-μέλους της ΕΕ Επιδιώκει μόνιμες και σταθερές αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, μόνιμου χαρακτήρα ως επί το πλείστον, επιμένοντας στη δημιουργία πρωτογενούς δικαίου της ΕΕ για την περίπτωση της επανενωμένης Κύπρου, και φυσικά τροποποίηση του Πρωτοκόλλου 10 της Πράξης Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ.
Στο ζωτικής σημασίας κεφάλαιο αυτό για την κατοχύρωση της κυριαρχίας και της διεθνούς αναγνώρισης της ενιαίας Κύπρου, ως μετεξέλιξης της παρούσας Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι ο μόνιμος στόχος της ε/κ πλευράς, οι Τουρκοκύπριοι αντιπαραθέτουν με σχεδόν απόλυτο τρόπο τη θέση τους για ένα «νέο συνεταιριστικό κράτος», που θα είναι η διάδοχη κατάσταση του τωρινού.

Ετσι όμως δεν ικανοποιούνται οι γενικότερες ανησυχίες και φόβοι για το μέλλον της Κύπρου, στην -μη αποκλειόμενη- περίπτωση κατάρρευσης της ενδεχόμενης συμφωνίας λύσης. Διάλυση «συνεταιρισμού κρατών» σημαίνει ότι τα δύο συνιστώντα κράτη θα αναζητήσουν τη διεθνή αναγνώρισή τους. Με άλλα λόγια, το ελληνοκυπριακό «κράτος» θα ψάχνει και αυτό τη διεθνή αναγνώρισή του, καθώς δεν θα υπάρχει πλέον η παρούσα Κυπριακή Δημοκρατία με τη διεθνή αναγνώριση -κράτος-μέλος του ΟΗΕ και της ΕΕ.

Η «Ε» συνεχίζει σήμερα την παρουσίαση των επίσημων εγγράφων των ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής πλευρών, με βάση τα οποία εξακολουθεί η μέχρι τώρα διαπραγμάτευση για την επίλυση του Κυπριακού, με το κεφάλαιο των Εξωτερικών σχέσεων.

Αναλυτικότερα:

Το κεφάλαιο για τις «Εξωτερικές σχέσεις, περιλαμβανόμενης και της σύναψης διεθνών συνθηκών» έχει παρουσιάσει σημεία σύγκλισης. Ωστόσο δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος ότι συνοδεύεται αμέσως αμέσως από δύο πονηρές υποσημειώσεις:

Η πρώτη αφορά τη διευκρίνιση ότι «τα συνιστώντα κράτη θα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες επί ζητημάτων των αρμοδιοτήτων τους».

(Η πρώτη παρατήρηση αφορά το διαχωρισμό των διεθνών συνθηκών από τις διεθνείς συμφωνίες, αρμοδιότητα που κατά κανόνα είναι δουλειά της κεντρικής κυβέρνησης ενός ενιαίου κράτους με μια κυριαρχία, ιθαγένεια και διεθνή αναγνώριση)

Η δεύτερη «διευκρίνιση» δείχνει να «απαντά» στην πρώτη, αλλά μπερδεύεται στον πολύπλοκο μηχανισμό λήψης των αποφάσεων που έχει συμφωνηθεί.

«Οι Εξωτερικές σχέσεις είναι ομοσπονδιακή αρμοδιότητα και λειτουργία. Αυτή η αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται με τέτοιον τρόπο ώστε η Κύπρος να μπορεί να μιλά και να ενεργεί με μια φωνή διεθνώς. Τα συνιστώντα κράτη θα συνεργάζονται μεταξύ τους και με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικής για τις Εξωτερικές σχέσεις, επί ζητημάτων που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητάς τους σύμφωνα με τις διατάξεις μιας Συμφωνίας Συνεργασίας, η οποία προβλέπει περαιτέρω μια διαδικασία διαβούλευσης της ομοσπονδίας με τις ομόσπονδες περιοχές επί ζητημάτων που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων της ομοσπονδίας».

(Από όλη αυτή την περίπλοκη φρασεολογία παραμένει αναπάντητο το ερώτημα ποιος επιτέλους θα έχει την τελική απόφαση για την εξωτερική πολιτική της χώρας αυτής)

Το επόμενο όμως σημείο διαφωνίας των δύο πλευρών δίνει μια εύλογη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Σύμφωνα με την ε/κ πλευρά:

«Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982: διεθνής ναυσιπλοΐα, διεθνή ύδατα, χωρικά ύδατα, συνοριακή ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), υφαλοκρηπίδα, οριοθέτηση με όμορα κράτη με αντικείμενες και παρακείμενες ακτές και διευθέτηση διαφόρων».

Η τ/κ πλευρά σπεύδει να διαφοροποιηθεί με δύο τρόπους:

Στην υποσημείωση 1 αναφέρει ότι «η διεθνής ναυσιπλοΐα έχει τη σημασία που της απέδωσε η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ το 1982 και δεν περιλαμβάνει την ιδιοκτησία λιμένων και λιμενικών υπηρεσιών και εγκαταστάσεων»

(Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η τ/κ πλευρά αποδέχεται το Δίκαιο της Θάλασσας (κάτι που δεν κάνει η Τουρκία), αλλά το «προσαρμόζει» στα δεδομένα του τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κράτους» της Κύπρου, αφήνοντας προφανώς προς διαπραγμάτευση, αν η κεντρική κυβέρνηση θα έχει πρόσβαση ή και έλεγχο στους λιμένες του συνιστώντος κράτους)

Η δεύτερη υποσημείωση αναφέρει:

«Αυτές οι θαλάσσιες περιοχές έχουν τη σημασία που τους απέδωσε το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ το 1982 και περιλαμβάνει ζητήματα οριοθέτησης με όμορα κράτη. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει την εξουσία να ασκήσει τις αρμοδιότητές της που παρατίθενται εντός των εσωτερικών υδάτων κάθε συνιστώσας πολιτείας-κράτους».

(Αν και η τ/κ πλευρά παίζει με τον όρο «εσωτερικά ύδατα» έναντι του προφανούς «χωρικά ύδατα», δεν αφήνει σχεδόν καμιά αμφιβολία ότι τα «συνιστώντα κράτη» θα κρατήσουν για τον εαυτό τους το εύρος των χωρικών υδάτων «τους» και επομένως τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ «τους». Αν η θέση αυτή συνδυαστεί με τη συμφωνημένη θέση ότι κάθε συνιστών κράτος μπορεί να συνάπτει τις δικές του διεθνείς συμφωνίες και επιπροσθέτως με τη συμφωνημένη θέση ότι ισχύουν όλες οι προηγούμενες συμφωνίες των μερών και πριν από τη λύση, είναι προφανές ότι η Κύπρος, μετά την ενδεχόμενη συμφωνία, δεν θα έχει δικά της χωρικά ύδατα και επομένως εναέριο χώρο και υφαλοκρηπίδα (αφού ο έλεγχός τους έχει ήδη εκχωρηθεί από το ψευδοκράτος στην Τουρκία).

Ετσι, κατά την τ/κ πλευρά η Κύπρος, ως κράτος, θα έχει μειωμένη κυριαρχία και δεν θα ασκεί τον έλεγχο στο σύνολο της επικράτειάς της. Πρόκειται για επαναφορά του σχεδίου Ανάν από την πίσω πόρτα]

Τα σημεία σύγκλισης για «τις Εξωτερικές σχέσεις» αφορούν κυρίως το μηχανισμό διαμόρφωσης της Εξωτερικής Πολιτικής της Κύπρου. Ετσι:

«Οι ομόσπονδες περιοχές/συνιστώσες πολιτείες θα συμμετέχουν στη διατύπωση και εφαρμογή της πολιτικής αναφορικά με τις εξωτερικές σχέσεις, περιλαμβανομένων των σχέσεων με την Ε.Ε.

(Το σημείο αυτό συνοδεύεται από τη σημαντική υποσημείωση ότι «Το δικαίωμα αυτό θα υπάρχει μόνο σε θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των ομόσπονδων περιοχών. Οι συνιστώσες πολιτείες θα συμμετέχουν στη διατύπωση, διαμόρφωση και εφαρμογή πολιτικής για τις ομοσπονδιακές εξωτερικές σχέσεις, περιλαμβανομένων αυτών της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Αν και το θέμα των σχέσεων με την ΕΕ αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο διαπραγμάτευσης, είναι προφανές ότι σε περιπτώσεις αποκλίσεων και διαφωνιών μέσα στο ενιαίο κράτος για την εξωτερική πολιτική θα εφαρμόζεται ο πολύπλοκος και εν πολλοίς αδιέξοδος μηχανισμός επίλυσης διαφωνιών και άρσης αδιεξόδων, ανάμεσα στις δύο πλευρές και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση)

Επόμενα σημεία σύγκλισης αναφέρουν:

«Η εφαρμογή των προνοιών του Συντάγματος αναφορικά με τις εξωτερικές σχέσεις θα ρυθμίζεται από μια Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων περιοχών/συνιστωσών πολιτειών. Τα θέματα που συνδέονται με τις εξωτερικές σχέσεις της Κύπρου θα ρυθμίζονται από ομοσπονδιακό νόμο».

«Θα υπάρχει ένα υπουργείο - Τμήμα Εξωτερικών Σχέσεων το οποίο θα περιλαμβάνει τη διπλωματική υπηρεσία και άλλους αξιωματούχους που υπηρετούν στο υπουργείο και στο εξωτερικό. Ο ομοσπονδιακός νόμος θα καθορίζει την οργάνωση, εξουσίες και καθήκοντα του υπουργείου».

«Ο διορισμός και η ανάκληση αρχηγού αποστολής θα γίνεται από το υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση μέλους του Συμβουλίου που είναι υπεύθυνο για τις εξωτερικές σχέσεις... Ο Αρχηγός και ο βοηθός αρχηγός Αποστολής δεν θα προέρχονται από την ίδια ομόσπονδη περιοχή/συνιστώσα πολιτεία».

Τα σημεία διαφωνίας παρουσιάζουν εξ ίσου ενδιαφέρον:

Η ε/κ πλευρά εισηγείται ότι «η Κύπρος οφείλει να διατηρήσει ειδικούς δεσμούς φιλίας με την Ελλάδα και την Τουρκία και να τους αποδώσει καθεστώς προνομιακού εμπορικού συνεταίρου στο βαθμό που αυτό είναι συμβατό με τις υποχρεώσεις της ως κράτος-μέλος της Ε.Ε.».

(Είναι άγνωστο γιατί υποστηρίζει μια τέτοια πρόνοια η ε/κ πλευρά, τη στιγμή κατά την οποία στο κεφάλαιο των «Εγγυήσεων και της Ασφάλειας» η ε/κ πλευρά θεωρεί ότι η μεγαλύτερη ασφάλεια της Κύπρου είναι η ένταξή της στην ΕΕ έναντι του ξεπερασμένου πλέον και επισφαλούς συστήματος εγγυητριών δυνάμεων. Η μόνη αντίρρηση της τ/κ πλευράς στο σημείο αυτό είναι η προσθήκη, ότι αυτό το προνομιακό καθεστώς με την Ελλάδα και την Τουρκία θα ισχύει για «όλες τις συμφωνίες, οποιασδήποτε φύσης. Αυτή η αντιμετώπιση θα είναι συμβατή με τις υποχρεώσεις της Κύπρου έναντι της ΕΕ». Αφήνει έτσι ανοιχτό η τ/κ πλευρά το ενδεχόμενο παρεκκλίσεων από το κοινοτικό κεκτημένο)

Ειδικότερα για το θέμα των Συνθηκών Εγγυήσεων και Εγκαθίδρυσης, η ε/κ πλευρά προτείνει να συζητηθούν τα θέματα αυτά στο ξεχωριστό κεφάλαιο για την « Ασφάλεια». Η τ/κ πλευρά όμως σπεύδει να ανοίξει τα χαρτιά της επιμένοντας ότι «η Κύπρος θα διατηρήσει ειδικούς δεσμούς φιλίας και θα σεβαστεί την ισορροπία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία εγκαθιδρύθηκε από τις Συμφωνίες του 1960 και από το νέο Εγγραφο Διευθέτησης, στο πλαίσιο ενός ειρηνικού περιβάλλοντος στην Αν. Μεσόγειο. Θα αποδώσει σ' αυτές τις δύο χώρες ίση μεταχείριση μέχρις ότου η Τουρκία καταστεί μέλος της Ε.Ε. Σαφή θέματα ίσης μεταχείρισης θα ρυθμίζονται από σχετικούς νόμους».

(Οπως και στο σχέδιο Ανάν η τ/κ πλευρά επιχειρεί να κάνει την Κύπρο υποχείριο της Τουρκίας και να τη δεσμεύσει έναντι της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας αυτής, χωρίς περιθώρια διαφοροποίησης από την άνευ όρων υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ).

Η ε/κ πλευρά υποστηρίζει ακόμα ότι:

«Οι ομόσπονδες περιοχές δύνανται να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες μόνο σε πολιτιστικά και εμπορικά θέματα» (και εφ' όσον) «είναι συμβατές με τη συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ».

Αντιθέτως η τ/κ πλευρά -υπενθυμίζοντας πάντα τον αντικειμενικό στόχο της Συνομοσπονδίας στην Κύπρο- επιμένει:
«Η σύναψη διεθνών συμφωνιών θα διεξάγεται με βάση τις ακόλουθες αρχές:

οι συνιστώσες πολιτείες έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες με άλλα κράτη, διεθνείς οργανισμούς και υποοντότητες σε όλα τα ζητήματα της σφαίρας των αρμοδιοτήτων τους. Τέτοιες συμφωνίες πρέπει να είναι συμβατές με τη συμμετοχή της Κύπρου στην ΕΕ...». 
ΚΥΡΑ ΑΔΑΜ
12/1/2010
Αναδημοσίευση από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
( Οι αναρτήσεις τίτλων,οι εικονογραφήσεις και οι υπογραμμίσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)