ΚΥΠΡΟΣ.ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ εντατικές με «ανυπέρβλητες» διαφωνίες.Οι θέσεις για την ''ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΕΞΟΥΣΙΩΝ''





ΚΥΠΡΙΑΚΟ:ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΘΕΣΕΩΝ, ΣΥΓΚΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΙΣΕΩΝ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΩΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ Η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ΜΕ ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ «ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΜΗΣ ΕΞΟΥΣΙΩΝ»

Εντατικές συνομιλίες με «ανυπέρβλητες» διαφωνίες


Οι εντατικές, ανά τριήμερα, συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ, που ξεκινούν σήμερα στη Λευκωσία, θα επικεντρωθούν πρώτα στο μείζον κεφάλαιο της «διακυβέρνησης και κατανομής εξουσιών».

Τα μέχρι τώρα επίσημα έγγραφα των θέσεων της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, όπως αυτά έχουν καταγραφεί, καθώς και τα επίσημα έγγραφα των σημείων σύγκλισης των δύο πλευρών σε αριθμό κεφαλαίων διαπραγμάτευσης, που βρίσκονται στην κατοχή της «Ε», επιτρέπουν μια πρώτη απόπειρα συνολικής παρουσίασης και αποτίμησης των μέχρι τώρα συνομιλιών για ενδεχόμενη επίλυση του Κυπριακού.
Το παρόν σημείωμα περιορίζεται στα θέματα διακυβέρνησης και κατανομής εξουσιών, που αποτελούν τη βάση, το οικοδόμημα, αλλά και τον μηχανισμό λειτουργίας του ενδεχόμενου κράτους της επανενωμένης Κύπρου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υλικό και η βάση των διαπραγματεύσεων ήταν και εξακολουθεί να είναι το σχέδιο Ανάν, με την τουρκοκυπριακή πλευρά να το ακολουθεί σχεδόν κατά γράμμα, αν και με αυστηρότερες διατυπώσεις πολλές φορές, και την ελληνοκυπριακή πλευρά να διαφοροποιείται σε ορισμένα θέματα.
Ακόμα και όπου εμφανίζονται «σημεία σύγκλισης» των δύο πλευρών, είναι εμφανές ότι πίσω από τις γραμμές συνεχίζεται ένας ατελείωτος, ίσως και αδιέξοδος αγώνας, με πλήρη απόκλιση των δύο πλευρών για την τελική μορφή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία που θα έχει το κράτος της επανενωμένης Κύπρου.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά εμμένει σε μια δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία, που θα είναι συνέχεια και μετεξέλιξη της παρούσας Κυπριακής Δημοκρατίας. Η θέση αυτή διατρέχει σταθερά όλες τις πλευρές της διαπραγμάτευσης. Παρά ταύτα οι διατυπώσεις στα κείμενα χαρακτηρίζονται το λιγότερο από «εποικοδομητική ασάφεια», ενώ παράλληλα προχωρεί και σε μονομερείς υποχωρήσεις. Για παράδειγμα εισηγείται την εκ περιτροπής προεδρία και την αρχή της «σταθμισμένης ψήφου» ανατρέποντας την πληθυσμιακή αναλογία και εξισώνοντας τις τ/κ ψήφους.
Επιπροσθέτως, η ε/κ πλευρά αγγίζει τη νομιμοποίηση του ψευδοκράτους, αποδεχόμενη την ισχύ όλων των πράξεών του πριν από τη Συμφωνία.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά μιλά ασαφώς για μια δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία, αλλά δεν έχει κάνει πόντο πίσω από την πάγια τουρκική θέση ότι στην Κύπρο «υπάρχουν δύο λαοί». Επομένως σε όλες τις θέσεις της γίνονται αναφορές σε «συνιστώντα κράτη/συνιστώσες πολιτείες». Αν και στις δηλώσεις του ο κ. Ταλάτ έχει αναφέρει ότι «οι συνιστώσες πολιτείες» δεν θα ιδρύσουν την ομοσπονδία αλλά θα είναι το αποτέλεσμα της λύσης (ως έμμεση αναφορά στη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι σε νέο κράτος), εν τούτοις όλες οι τουρκοκυπριακές θέσεις για τη σύσταση και λειτουργία της ενωμένης Κύπρου δεν αφήνουν καμία απολύτως αμφιβολία ότι παραπέμπουν σε δύο ξεχωριστά κράτη, με δική τους εσωτερική διοίκηση και εξωτερική πολιτική, δηλαδή σε ένα «νέο συνεταιριστικό κράτος» που δεν θα είναι η μετεξέλιξη της παρούσας Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά η διάδοχη κατάσταση.
Το απόλυτο «χάος» βεβαίως, και αυτό είναι σημείο μέγιστου κίνδυνου, αφορά το ασαφές θέμα της «μεταβατικής περιόδου», εκεί δηλαδή που θα κριθεί στην πράξη πια, και σύμφωνα με τα όσα ενδεχομένως θα συμφωνηθούν, αν η Κυπριακή Δημοκρατία θα εξακολουθήσει να υπάρχει μέσω της μετεξέλιξής της ή θα διαλυθεί, χάνοντας -έστω και για ένα αλλά πολύτιμο και καθοριστικό δευτερόλεπτο- τη διεθνή ύπαρξη και αναγνώρισή της.
Με άλλα λόγια, εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο το εφιαλτικό ερώτημα που σημάδεψε και εν πολλοίς καταδίκασε το σχέδιο Ανάν.
Παραθέτουμε ανά κεφάλαιο της Διακυβέρνησης τα επίσημα έγγραφα-κείμενο μέσα σε εισαγωγικά - από τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις: τα σχόλια και οι παρατηρήσεις βρίσκονται στα κείμενα των παρενθέσεων.
Αναλυτικά:
Στο κεφάλαιο «Ομοσπονδιακές Αρμοδιότητες» οι δύο πλευρές έχουν παρουσιάσει σύγκλιση σε επιμέρους θέματα, που εν πολλοίς βασίζονται σε ελληνοκυπριακές παραχωρήσεις, με ελάχιστες αντίστοιχες τουρκοκυπριακές.
Ετσι, σημεία σύγκλισης αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι «σχέσεις της Ε.Ε. και τα θέματα της Ε.Ε. τα οποία παρατίθενται στο Σύνταγμα. Αυτές οι αρμοδιότητες θα ασκούνται σύμφωνα με τη Συμφωνία Συνεργασίας και τους ομοσπονδιακούς νόμους σχετικά με τη διαχείριση των θεμάτων της Ε.Ε.».
(Αν και η Ε.Ε. αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο διαπραγμάτευσης των δύο πλευρών, δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς ότι αποφεύγεται οποιαδήποτε σαφής αναφορά στην ενιαία Κύπρο ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. Η τουρκοκυπριακή πλευρά εμμένει στη θέση ότι αποδέχεται τις αρχές στις οποίες εδράζεται η Ε.Ε., αλλά δεν δέχεται το ευρωπαϊκό δίκαιο, παραπέμποντας σαφώς σε εξαιρέσεις ή μόνιμες αποκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο.
Στην ίδια πρόταση κάνει την εμφάνισή του και ο όρος «Συμφωνία Συνεργασίας» των δύο πλευρών. Ο όρος αυτός εμφανίζεται σταθερά σε όλα τα θέματα σύγκλισης των δύο πλευρών και είναι αντικείμενο του ειδικού κεφαλαίου «Ιεραρχία των Κανόνων». Πρόκειται για συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των δύο ομόσπονδων περιφερειών, με απόλυτη απόκλιση όμως στο αν οι ομοσπονδιακοί νόμοι υπερτερούν των νόμων των δύο περιφερειών).
Αλλα σημεία σύγκλισης είναι οι επικοινωνίες, η μετεωρολογία, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η οικονομική σύγκλιση και τα εργατικά δικαιώματα, ο ανταγωνισμός, τα οικονομικά της ομοσπονδίας κ.λπ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο σύγκλισης που αφορά την «Κυπριακή ιθαγένεια, περιλαμβανομένης της έκδοσης διαβατηρίων, της μετανάστευσης, του ασύλου, της απέλασης και της έκδοσης αλλοδαπών», αλλά «υπό την αίρεση της συζήτησης σχετικά με τα πολιτικά δικαιώματα», σύμφωνα με τη σχετική υποσημείωση.
Ομοίως σοβαρό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείο σύγκλισης για τις «Εξωτερικές σχέσεις, περιλαμβανομένης της σύναψης διεθνών συνθηκών».
Οι σχετικές υποσημειώσεις είναι άκρως ανησυχητικές:
Α«Τα συνιστώντα κράτη θα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν διεθνείς συμφωνίες επί ζητημάτων εντός των αρμοδιοτήτων τους».
Β «Οι εξωτερικές σχέσεις είναι ομοσπονδιακή αρμοδιότητα. Αυτή η αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται με τέτοιο τρόπο ώστε η Κύπρος να μπορεί να μιλά και να ενεργεί με μια φωνή διεθνώς. Τα συνιστώντα κράτη θα συνεργάζονται μεταξύ τους και με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση και την εφαρμογή πολιτικής για τις εξωτερικές σχέσεις επί ζητημάτων που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητάς τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συμφωνίας Συνεργασίας, η οποία προβλέπει περαιτέρω μια διαδικασία διαβούλευσης της ομοσπονδίας με τις ομόσπονδες περιοχές, επί ζητημάτων που εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας της ομοσπονδίας».
Η διαφωνία για το πολίτευμα
Στο κεφάλαιο της εκτελεστικής εξουσίας είναι εμφανής η μεγάλη απόκλιση των πλευρών, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού παραμένει η διαφωνία τους για το πολίτευμα.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά εμμένει στις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν για «Προεδρικό συμβούλιο, που θα εκλέγεται από τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Τέσσερα από αυτά τα μέλη θα προέρχονται από την πιο πολυπληθή κοινότητα και τρία από τη λιγότερο πολυπληθή. Η προεδρία θα αποτελείται από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο που θα εναλλάσσεται κάθε δώδεκα μήνες. Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος δεν θα προέρχονται από την ίδια κοινότητα. Ο πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου σε κάθε θητεία θα είναι το μέλος που προέρχεται από την πιο πολυπληθή κοινότητα».
Η ελληνοκυπριακή πλευρά εισάγει τον όρο του «εκλογικού ζεύγους» προέδρου και αντιπροέδρου, που «θα εκλέγονται μέσω καθολικής ψηφοφορίας από τους πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η θητεία τους θα είναι 6 χρόνια και θα εναλλάσσονται στο αξίωμα του προέδρου και του αντιπροέδρου με αναλογία 4/2».
(Με δυο λόγια, η ελληνοκυπριακή πλευρά εισηγείται την εκ περιτροπής προεδρία, θέμα που είχε προκαλέσει πολλούς κραδασμούς στις προηγούμενες συζητήσεις του σχεδίου Ανάν. Υπενθυμίζεται ότι αυτό ειδικά το σημείο είχε προκαλέσει πολλούς προβληματισμούς στην τότε κυβέρνηση Σημίτη, που εκτιμούσε ότι η ρύθμιση αυτή πολύ δύσκολα θα περνούσε στο δημοψήφισμα).
Στη συνέχεια η ελληνοκυπριακή εισηγείται ακόμα μία ρύθμιση, που έχει ήδη προκαλέσει πολλές αρνητικές συζητήσεις: «Αν κανένα από τα εκλογικά ζευγάρια δεν συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία σε κάθε κοινότητα από τον πρώτο γύρο, οι έγκυρες ψήφοι θα σταθμίζονται με αναλογία 70/30 της ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας, αντίστοιχα».
(Με άλλα λόγια, η ελληνοκυπριακή πλευρά εισηγείται την αρχή «της σταθμισμένης ψήφου», που εξόφθαλμα ευνοεί και αναβαθμίζει την τουρκοκυπριακή πλευρά σε βάρος της ελληνοκυπριακής, δεδομένου ότι ανατρέπεται κατ' αυτόν τον τρόπο η πληθυσμιακή αναλογία του 80/20. Ετσι η τουρκοκυπριακή αποκτά και μεγαλύτερη βαρύτητα στην εκλογή προέδρου).
Στο θέμα της λήψης των αποφάσεων η τουρκοκυπριακή πλευρά εμμένει στο βέτο προέδρου και αντιπροέδρου: «Οι αποφάσεις του Προεδρικού Συμβουλίου που αφορούν τις εξωτερικές σχέσεις, την αμυντική πολιτική και την ασφάλεια και τον προϋπολογισμό θα απαιτούν τη συμφωνία τόσο του προέδρου όσο και του αντιπροέδρου».
Η ελληνοκυπριακή πλευρά απορρίπτει το βέτο και υποστηρίζει ότι «αν ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος διαφωνούν από κοινού σε μια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου επί ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας, θα έχουν το δικαίωμα από κοινού να αποφασίζουν».
Ομως, «αν προκύψει αδιέξοδο, επιτροπή που αποτελείται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και έναν υπουργό από κάθε ομοσπονδιακή ομάδα θα προσπαθεί να λάβει απόφαση με συναίνεση. Οπου η επιτροπή αποτύχει να καταλήξει σε συναίνεση, θα αποφασίζει με απλή πλειοψηφία. Αν αποτύχει να το πράξει, ο πρόεδρος θα έχει νικώσα ψήφο».
(Κατ' αυτόν τον τρόπο η ελληνοκυπριακή πλευρά επιχειρεί να εξουδετερώσει το βέτο στις αποφάσεις, με δύο όμως μειονεκτήματα: και εδώ εξισώνονται οι ψήφοι της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, ενώ παραμένει δίκοπο μαχαίρι για την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία «η νικώσα ψήφος» του Τουρκοκύπριου προέδρου, με βάση την εκ περιτροπής προεδρία).
Ωστόσο, η τουρκοκυπριακή πλευρά επιμένει ότι «...είναι διστακτική να συζητήσει οποιαδήποτε πρόταση που βοηθάει τον πρόεδρο να αντικαταστήσει όλη την εκτελεστική εξουσία».
Η Νομοθετική Εξουσία
Στο θέμα της «Νομοθετικής Εξουσίας» οι δύο πλευρές έχουν προχωρήσει σε σημεία σύγκλισης που αφορούν μεταξύ άλλων:
«Το νομοθετικό όργανο σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα έχει δύο νομοθετικά σώματα. Αυτά θα είναι η Γερουσία (Ανω Βουλή) και η Βουλή των Αντιπροσώπων (Κάτω Βουλή). Στη Γερουσία θα υπάρχει ίση αντιπροσώπευση».
Το κάθε Σώμα θα εκλέγει έναν πρόεδρο και δύο αντιπροέδρους από κάθε συνιστώσα πολιτεία, αλλά οι πρόεδροι των δύο Σωμάτων δεν θα προέρχονται από την ίδια. Αλλά και οι πρόεδροι του κάθε Σώματος δεν θα προέρχονται από την ίδια συνιστώσα πολιτεία για δύο διαδοχικές θητείες.
Στην περίπτωση αδιεξόδου λήψης αποφάσεων, τότε το θέμα θα παραπέμπεται στον «μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων».
Εκεί «θα ορίζεται μια Επιτροπή Επίλυσης Αδιεξόδων, αποτελούμενη από ίσο αριθμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων γερουσιαστών, η οποία θα αποτελεί τον μηχανισμό επίλυσης αδιεξόδων. Η Επιτροπή θα ετοιμάζει και θα αποδέχεται πρόταση κατά πλειοψηφία, την οποία θα αποστέλλει στο Κοινοβούλιο».
Αν η Επιτροπή αποτύχει, τότε «προστίθεται σ' αυτήν εκ περιτροπής και ανά περίπτωση ένας γερουσιαστής από κάθε συνιστώσα πολιτεία. Η Επιτροπή αποδέχεται τότε την πρόταση κατά πλειοψηφία, την οποία αποστέλλει στο Κοινοβούλιο.
Αν το αδιέξοδο σε σοβαρά θέματα, τα οποία θα καθορίζονται εξαντλητικά στο Σύνταγμα, παραμένει για δύο συνεχή χρόνια, το Κοινοβούλιο διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές».
(Είναι εμφανές ότι διατηρείται σταθερά η αριθμητική ισότητα σε βάρος της πληθυσμιακής αναλογίας στη νήσο. Επιπροσθέτως, η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και δαιδαλώδης, κάτι δεν θα επιτρέπει την ομαλή λειτουργία της ομοσπονδίας μέσα σε εύλογους χρόνους).
Η δικαστική εξουσία παρουσιάζει τα περισσότερα σημεία σύγκλισης των δύο πλευρών. Επαναφέρει όμως πλήρως την πρόνοια του σχεδίου Ανάν για τους τρεις ξένους δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με αρκετά αδιευκρίνιστα στοιχεία σε ό,τι αφορά τον ρόλο του οργάνου αυτού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με ίσο αριθμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δικαστών, μπορεί να αναθεωρεί τις ομοσπονδιακές αποφάσεις και πράξεις, χωρίς να διευκρινίζεται αν θα κρίνει απλώς τη συνταγματικότητά τους ή θα αποφασίζει και το ίδιο για θέματα εκτελεστικού και νομοθετικού περιεχομένου.
Σε περιπτώσεις αδιεξόδου «το Ανώτατο Δικαστήριο θα επιλέγει σε ad hoc βάση έναν εκ των τριών ξένων δικαστών που θα οριστούν από την ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητά του να λάβει τελική απόφαση... Αν το αδιέξοδο παραμείνει, τότε το διοικητικό δικαστήριο θα επιλέγει σε ad hoc βάση έναν εκ των τριών ξένων δικαστών ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητά του να λάβει τελική απόφαση...».
(Υπενθυμίζεται ότι στο σχέδιο Ανάν είχε γίνει πολλή συζήτηση για την ύπαρξη των τριών ξένων δικαστών που θα καλούνται για την επίλυση των πιθανών αδιεξόδων, γεγονός που παραπέμπει εκ προοιμίου σε αδυναμία ή και απροθυμία λήψης αποφάσεων και άρσης αδιεξόδων μεταξύ των δύο πλευρών).
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι αυτό της «Σχέσης μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συνιστωσών πολιτειών/ομόσπονδων πολιτειών».
Οι σχέσεις κυβέρνησης - πολιτειών
Στα ελάχιστα σημεία σύγκλισης στο θέμα αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Οι συνιστώσες πολιτείες/ομόσπονδες περιοχές θα θεσπίζουν νόμους και άλλα μέτρα (κανονισμούς και διοικητικές πράξεις εντός των περιοχών της αρμοδιότητάς τους). Αυτά δεν θα συγκρούονται με το ομόσπονδο Σύνταγμα».
(Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κεφάλαιο αυτό γίνονται κατ' ανάγκην αποδεκτοί και οι δύο όροι (ομόσπονδες περιοχές - συνιστώντα κράτη), που εκφράζουν απόλυτα τον σκοπό της διαπραγμάτευσης των δύο πλευρών, ομοσπονδία για την ελληνοκυπριακή πλευρά, δύο (συνιστώντα) κράτη για την τουρκοκυπριακή.
Τα σημεία διαφωνίας των πλευρών, όπως έχουν καταγραφεί, παρουσιάζουν ανάγλυφα τη σχεδόν απόλυτη απόκλιση των πλευρών για τη σύνθεση και τη μορφή του ενδεχόμενου επανενωμένου κράτους, ενώ αφήνουν ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για το περιεχόμενο του Συντάγματος της χώρας).
Ετσι, η ελληνοκυπριακή πλευρά καταθέτει ευθέως ότι «δεν μπορεί να αποδεχτεί τη χρήση φρασεολογίας που δεν είναι συμβατή με ομοσπονδιακά συστήματα και παραπέμπει σε συνομοσπονδιακή αντί σε ομοσπονδιακή σχέση».
Η τουρκοκυπριακή επιμένει, όμως, ότι «δεν θα υπάρχει επικυριαρχία, υπεροχή ιεράρχησης μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συνιστωσών πολιτειών».
(Κατ' αυτόν τον τρόπο, και σε μια σειρά αλληλένδετων κεφαλαίων η τουρκοκυπριακή πλευρά επαναφέρει και εμμένει απολύτως στην αντίληψή της για συνομοσπονδία και δύο κυρίαρχα κράτη στο νησί, που ασκούν χωριστά τις εξουσίες τους).
Σύμφωνα με τις τουρκοκυπριακές θέσεις:
«Η σχέση ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις συνιστώσες πολιτείες θα είναι σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων, οι οποίες μοιράζονται τις αρμοδιότητες/εξουσίες της ομοσπονδίας σύμφωνα με τις αρχές διαμοιρασμού της εξουσίας που καθορίζονται από το Σύνταγμα. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, τα εκτελεστικά, νομοθετικά, δικαστικά και διοικητικά όργανα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν θα διεκδικούν καμία υπεροχή επί των οργάνων των συνιστωσών πολιτειών. Τα όργανα/δημόσιοι αξιωματούχοι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης δεν θα διεκδικούν δικαιώματα να δίνουν διαταγές ή οδηγίες στα όργανα των συνιστωσών πολιτειών.
Οι συνιστώσες πολιτείες θα έχουν ίσο καθεστώς. Μέσα στα όρια του Συντάγματος και των εδαφικών ορίων τους, κάθε συνιστώσα πολιτεία θα ασκεί κυριαρχικά όλες τις εξουσίες που δεν αποδίδονται από το Σύνταγμα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οργανωμένη ελεύθερα, σύμφωνα με το δικό της Σύνταγμα.
Κάθε μέτρο που θα θεσπίζεται από τα ομοσπονδιακά όργανα δεν θα υπερέχει των μέτρων που θεσπίζονται από τις αρμόδιες αρχές των συνιστώντων κρατών».
Αντιδιαμετρικές, όπως είναι φυσικό, είναι οι κατατεθειμένες προτάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς: «Η σχέση μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων περιοχών θα είναι σχέση μεταξύ της ομοσπονδίας και των υποκειμένων της, όπως, για παράδειγμα, των ομόσπονδων περιοχών, οι οποίες μοιράζονται τις αρμοδιότητες/εξουσίες, σύμφωνα με τις αρχές διαμερισμού της εξουσίας που καθορίζονται στο ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα καθορίζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των ομόσπονδων περιοχών...
Μέσα στα όρια του Συντάγματος οι ομόσπονδες περιοχές θα ασκούν αρμοδιότητες που τους αποδίδονται από το ομοσπονδιακό Σύνταγμα, οργανωμένες ελεύθερα, σύμφωνα με το δικό τους Σύνταγμα. Η αναφορά σε "κυριαρχική άσκηση" αρμοδιοτήτων από τις ομόσπονδες περιοχές είναι αχρείαστη, θα μπορούσε να ερμηνευθεί με τρόπο τελείως άσχετο με τον σκοπό που θα υπηρετεί και δεν είναι συμβατή με τη συμφωνημένη αρχή της μιας κυριαρχίας...
Οι ομόσπονδες περιοχές θα θεσπίζουν νόμους και άλλα μέτρα (κανονισμούς και διοικητικές πράξεις εντός των περιοχών αρμοδιότητάς τους). Αυτά δεν θα συγκρούονται με το ομόσπονδο Σύνταγμα. Σε περίπτωση σύγκρουσης θα υπερέχει η ομοσπονδιακή νομοθεσία».
Οι σταθεροί στόχοι και οι επιδιώξεις της τουρκοκυπριακής πλευράς να εγκαθιδρυθεί στην πράξη μια Συνομοσπονδία αποτυπώνονται και στο επόμενο θέμα «Ιεραρχία των Κανόνων» (Σύνταγμα, Συνταγματικοί Νόμοι, Διεθνείς Συμφωνίες, Συμφωνίες Συνεργασίας).
(Τα σημεία σύγκλισης αποκαλύπτουν ένα πολύπλοκο και χρονοβόρο σύστημα διαδικασιών με αμφίβολο πρακτικό αποτέλεσμα).
Ετσι: «Οι προτεινόμενες αλλαγές του Συντάγματος θα υποβάλλονται σε δημοψήφισμα για έγκριση με χωριστή πλειοψηφία των πολιτών της κάθε συνιστώσας πολιτείας/ομόσπονδης περιοχής, μετά την υιοθέτησή τους από την Ανω και Κάτω Βουλή», ενώ «οι συνταγματικοί νόμοι θα εγκρίνονται από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και τα κοινοβούλια των συνιστωσών πολιτειών/ομόσπονδων περιφερειών...».
(Στο ίδιο κεφαλαιο κατοχυρώνεται και ο θεσμός για «τις Συμφωνίες Συνεργασίας» μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των περιφερειών, χωρίς όμως να συνοδεύονται από τη διευκρίνιση αν αυτές οι Συμφωνίες Συνεργασίας είναι υποδεέστερες του ομοσπονδιακού Συντάγματος και των νόμων).
«Οι Συμφωνίες Συνεργασίας θα υπογραφούν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις συνιστώσες πολιτείες/ομόσπονδες περιφέρειες και αυτές οι συμφωνίες θα επικυρώνονται από τα νομοθετικά σώματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συνιστωσών πολιτειών/ομόσπονδων περιοχών».
Το σημείο διαφωνίας, όμως, των δύο πλευρών τινάζει στον αέρα όλες τις προαναφερθείσες συγκλίσεις και περιγράφει ανάγλυφα τη συνομοσπονδία από τουρκοκυπριακής πλευράς.
Σύμφωνα με την ελληνοτουρκική θέση: «Θα πρέπει να υπάρχει ιεραρχία μεταξύ ομοσπονδιακών νόμων και νόμων των περιφερειών».
Σύμφωνα με την τουρκοκυπριακή θέση: «Δεν θα πρέπει να υπάρχει ιεραρχία μεταξύ ομοσπονδιακών νόμων και νόμων των περιφερειών».
«Προηγούμενες Πράξεις»
Το τελευταίο σημείο του Κεφαλαίου της Διακυβέρνησης αφορά τις «Προηγούμενες Πράξεις».
(Αν και οι πλευρές αποκλίνουν, το εντυπωσιακό είναι ότι η ελληνοκυπριακή θέση ακροβατεί επικίνδυνα απέναντι στην έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους και των πεπραγμένων του, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την κερκόπορτα για δύο κράτη στη νήσο. Είναι προφανές ακόμα ότι πολλές από τις συμφωνίες του ψευδοκράτους, κυρίως με την Τουρκία, θα βρίσκονται παντού και πάντα μπροστά στο ενδεχόμενο ενοποιημένο κράτος της Κύπρου, ως τροχοπέδη).
Η επικίνδυνη ελληνοκυπριακή θέση έχει ως εξής:
«Οποιαδήποτε πράξη νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής υφής οποιασδήποτε αρχής στην Κύπρο, πριν από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας, θα αναγνωριστεί ως ισχύουσα, νοουμένου ότι δεν αντίκειται ή αντιτίθεται με οποιαδήποτε άλλη πρόνοια της Συμφωνίας, το Ευρωπαϊκό ή το Διεθνές Δίκαιο και η ισχύς της θα συνεχιστεί μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας για τη λύση».
Φυσικά η τουρκοκυπριακή πλευρά συμφωνεί απολύτως με την παραπάνω διατύπωση και προσθέτει:
«Ουδείς θα μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα τέτοιων πράξεων επί τη βάσει των γενομένων πριν από την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας».
Επιπροσθέτως, η τουρκοκυπριακή πλευρά θέλει να κλείσει μια και καλή τα θέματα περιουσιών και αποζημιώσεων: «...Οποιαδήποτε αιτήματα για ευθύνη ή αποζημίωση, που απορρέουν από πράξεις πριν από τη Συμφωνία, στον βαθμό που δεν τυγχάνουν άλλου χειρισμού από τις πρόνοιες της Συμφωνίας, θα τύχουν χειρισμού από τη συνιστώσα πολιτεία από την οποία προέρχεται ο αιτητής».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
11-1-2010
ΚΥΡΑ ΑΔΑΜ
( Οι αναρτήσεις τίτλων,οι εικονογραφήσεις και οι υπογραμμίσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)