Κρατάμε τα ατού της πόλης κρυμμένα ...

Γιώργου Mανουσάκη:
''Απόγευμα Kυριακής στην οδό Αθηνάς''

Κρατάμε τα ατού της πόλης κρυμμένα

Σινέ Θησείον. Η παράσταση θα ξεκινούσε οσονούπω. Η διαδρομή από το ύψος του Διονύσου ώς εκεί, το αργό περπάτημα στο πλακόστρωτο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με τη νύχτα να έχει πέσει και μια γλυκιά δροσιά να σε τυλίγει, μαζί με τις νότες των υπαίθριων μουσικών, ήταν το καλύτερο «απεριτίφ» για την ταινία. Το ίδιο συζητούσαν και οι δύο φίλοι που κάθονταν στην πίσω σειρά. Ηταν Βρετανοί και είχαν δει τυχαία το σινεμά περπατώντας στα στενά του Θησείου. «Κοίτα κοίτα!» έλεγε ο ένας στον άλλο, δείχνοντας ένα μπαλκόνι με θέα το σινεμά. «Αυτοί θα βλέπουν ταινίες δωρεάν». «Τι ωραία που είναι», απαντούσε ο άλλος. «Να πάρουμε κι εμείς μια μπίρα;» πρόσθεσε παρατηρώντας θεατές να βγαίνουν «φορτωμένοι» από το μικρό κυλικείο. «Σσσσ, αρχίζει».


Τα θερινά τα σινεμά... Είναι πράγματι απορίας άξιον γιατί δεν εντάσσονται στην εθνική μας τουριστική πολιτική, γιατί δεν στηρίζονται από την πολιτεία ώστε να αντέξουν την κρίση και στη συνέχεια να γίνουν και επίσημα σήμα κατατεθέν της ελληνικής πρωτεύουσας. Ποια άλλη από τις «ανταγωνίστριες» πόλεις μπορεί να καυχηθεί ότι προσφέρει Εβδομη Τέχνη κάτω από τα αστέρια; Κι όμως, ενώ οι Αθηναίοι τα αγαπάμε και τα προτιμούμε κάθε καλοκαίρι, ελάχιστοι από τους ξένους επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να πληροφορηθούν την ύπαρξή τους.


Και τα θερινά δεν είναι τα μόνα κρυφά ατού αυτής της πόλης που προσπερνούν οι ταξιδιωτικοί Οδηγοί. Οι τουρίστες κατευθύνονται σχεδόν μηχανικά στο ιστορικό κέντρο της πόλης, αλλά δεν γνωρίζουν ότι εξίσου εύκολα μπορούν να βρεθούν σε κάποιο νησί του Αργοσαρωνικού για μια μονοήμερη εκδρομή. Ούτε βέβαια ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούν να βρεθούν σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σε κάποιο ορεινό καταφύγιο της Πάρνηθας για λίγη πεζοπορία στη Φύση.


«Εμένα μου αρέσει πολύ η Καισαριανή», λέει η Πένυ. «Ποτέ δεν έχω δει τουρίστα εκεί!» Η βόλτα στο δάσος της Καισαριανής, προς τη Μονή, και όχι μόνο, αποτελεί και αυτή «μυστικό» των Αθηναίων. Οπως και το πικ νικ στο Δάσος Συγγρού ή στο Αλσος της Νέας Σμύρνης. Ουδείς όμως φαίνεται να κατευθύνει προς τα εναλλακτικά αυτά «στέκια» τους ξένους επισκέπτες.


Για τη «γραφική» Κυψέλη γράφει ένας ταξιδιωτικός Οδηγός της Αττικής, την «πολύχρωμη αστική συνοικία της Αθήνας», ενώ σε άλλον Οδηγό διαβάζουμε για τις μεγάλες καφετέριες της οδού Σπύρου Μερκούρη - δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα πλήρους αποπροσανατολισμού των τουριστών. Οι ξένοι θα έπρεπε να οδηγούνται στις ρωγμές της πόλης που έχει «φυτρώσει» νέος σπόρος:

στην οδό Χάρητος, για παράδειγμα, των μπαρ και του σινεμά ή στην πλατεία Καρύτση όπου συγκεντρώνονται οι «κανονικοί» άνθρωποι της πρωτεύουσας, την πλατεία Μαβίλη, με το σιντριβάνι της και τη μεταμεσονύχτια καντίνα.

Δήμου Σκουλάκη:
''Oμόνοια - Αναμονή''

Χαριτωμένο «έθιμο»


Τα «βρώμικα»... Σε ποιον γαστρονομικό χάρτη της Ελλάδας να «χωρέσουν»; Κι όμως, το χαριτωμένο «έθιμο» ενός σάντουιτς μετά το ξενύχτι αξίζει μιας μνείας, έστω και όχι στο ίδιο κεφάλαιο με τις αρχαιότητες της πρωτεύουσας. Πότε είδατε τελευταία φορά τουρίστα σε μια συναυλία; Αυτό κι αν είναι καλοκαιρινό έθιμο των Αθηναίων. Η ανηφόρα στον Λυκαβηττό ή το θέατρο Βράχων για λίγες ώρες καλής μουσικής - όμως πώς μπορούν να μάθουν τα προγράμματα οι ξένοι;


Υπάρχουν πάντως και «μυστικά» που μάθαμε εμείς από εκείνους. Οπως τα μπαρ στις ταράτσες των ξενοδοχείων.

Της ΛINAΣ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
13-8-2010

(Οι εικονογραφήσεις στις αναρτήσεις γίνονται με ευθύνη του blogger)