Αναζητείται αριστερά την ώρα της κρίσης ...







(1)
Αναζητείται αριστερά την ώρα της κρίσης


Του SERGE HALIMI (*)

Την ώρα που ο καπιταλισμός γνωρίζει τη σοβαρότερη κρίση του από τη δεκαετία του '30, τα μεγαλύτερα κόμματα της αριστεράς μοιάζουν άφωνα, αμήχανα. Στην καλύτερη περίπτωση, προθυμοποιούνται να διορθώσουν το σύστημα. Συχνότερα, προσπαθούν να αποδείξουν την υπευθυνότητά τους προτείνοντας και αυτά μια νεοφιλελεύθερη εκκαθάριση. Πόσο χρόνο ακόμα μπορεί να κρατήσει το πολιτικό αυτό παιχνίδι, ενώ η κοινωνική οργή φουσκώνει;
Οι Αμερικανοί που διαδηλώνουν ενάντια στη Wall Street διαμαρτύρονται επίσης ενάντια στους ανθρώπους της στο Δημοκρατικό Κόμμα και στον Λευκό Οίκο. Χωρίς αμφιβολία, αγνοούν ότι οι γάλλοι σοσιαλιστές συνεχίζουν να επικαλούνται το παράδειγμα του Μπαράκ Ομπάμα. Οι Γάλλοι πιστεύουν ότι, αντίθετα από τον Νικολά Σαρκοζί, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δρα ενάντια στις τράπεζες. Πρόκειται μόνο για ένα λάθος; Οποιος δεν θέλει (ή δεν μπορεί) να επιτεθεί στους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης τάξης (χρηματοπιστωτικό σύστημα, παγκοσμιοποίηση της ροής των κεφαλαίων και των αγαθών), μπαίνει στον πειρασμό να προσωποποιήσει την καταστροφή, να χρεώσει την κρίση του καπιταλισμού στα λάθη του εσωτερικού του αντιπάλου. Στη Γαλλία, το λάθος πέφτει στον «Σαρκοζί», στην Ιταλία στον «Μπερλουσκόνι», στη Γερμανία στη «Μέρκελ». Εντάξει, αλλού, όμως, τι γίνεται;
Αλλού, λοιπόν, και όχι μόνο στις ΗΠΑ, πολιτικοί ηγέτες, οι οποίοι για χρόνια αποτελούσαν αναφορά της μετριοπαθούς αριστεράς(1) αντιμετωπίζουν επίσης τα πλήθη των αγανακτισμένων. Στην Ελλάδα, ο Γιώργος Παπανδρέου, πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, εφήρμοσε μια δρακόντεια πολιτική λιτότητας που συνδύασε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση θέσεων εργασίας στο Δημόσιο και εγκατάλειψη της κυριαρχίας της χώρας του, σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, στη νεοφιλελεύθερη τρόικα. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Σλοβενίας μας θυμίζουν, επίσης, ότι η θητεία της αριστεράς υποβαθμίστηκε τόσο, που κανείς πλέον δεν τη συνδυάζει με κάποιο ιδιαίτερο πολιτικό περιεχόμενο.
Ενας από τους καλύτερους εισαγγελείς του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη είναι... ο εκπρόσωπος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. «Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ιστορικά συνδεδεμένο, λόγω του συμβιβασμού του με τους χριστιανοδημοκράτες, με τη στρατηγική της φιλελευθεροποίησης της εσωτερικής αγοράς και με τις επιπτώσεις που αυτή είχε στα κοινωνικά δικαιώματα και τις δημόσιες υπηρεσίες» διαπιστώνει ο Μπενουά Αμόν, στο τελευταίο του βιβλίο. «Οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ήταν αυτές που διαπραγματεύθηκαν τα προγράμματα λιτότητας που θέλησαν να επιβάλουν η Ε.Ε. και το ΔΝΤ. Στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, και βεβαίως στην Ελλάδα, η αντίδραση στα προγράμματα λιτότητας στρέφεται ενάντια στο ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και τις εθνικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. (...) Ενα μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς, όπως και η ευρωπαϊκή δεξιά, δεν αμφισβητεί πλέον ότι πρέπει ν' αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και να χαϊδέψει τις αγορές. (...) Σε πολλά μέρη της υδρογείου υπήρξαμε εμπόδιο στην πρόοδο. Δεν μπορώ να το χωνέψω»(2).

Η ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ
Αντίθετα, άλλοι κρίνουν ότι αυτή η μεταβολή είναι μη αντιστρέψιμη, γιατί οι ρίζες της βρίσκονται στην «αστικοποίηση» των ευρωπαίων σοσιαλιστών και στην απομάκρυνσή τους από τον εργατικό κόσμο. Αν και μετριοπαθές, το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας εκτιμά ότι η λατινοαμερικανική αριστερά πρέπει να πάρει τη σκυτάλη από τη Γηραιά Ηπειρο, που είναι ιδιαίτερα καπιταλιστική, ιδιαίτερα φιλοατλαντική, και άρα η ίδια διαθέτει όλο και λιγότερη υποχρέωση να υπερασπιστεί το λαϊκό συμφέρον. «Υπάρχει, σήμερα, μια γεωγραφική μετατόπιση της ιδεολογικής κατεύθυνσης της αριστεράς στον κόσμο» σημείωνε τον Σεπτέμβριο ένα από τα προγραμματικά κείμενα για το συνέδριο του κόμματος. «Σε αυτό το πλαίσιο, η Λατινική Αμερική ξεχωρίζει. (...) Η αριστερά των ευρωπαϊκών χωρών, που τόσο επηρέασε την παγκόσμια αριστερά από τον 19ο αιώνα, δεν κατάφερε να δώσει ικανές απαντήσεις στην κρίση και μοιάζει να υποχωρεί μπροστά στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού»(3). Η φθίνουσα πορεία της Ευρώπης αποτελεί, ίσως, τον επίλογο της ιδεολογικής επιρροής της ηπείρου όπου γεννήθηκαν ο συνδικαλισμός, ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός. Η Ευρώπη μοιάζει να παραιτείται ευκολότερα απ' ό,τι άλλοι στην εξάλειψή τους.
Αραγε, το παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά; Μπορούν οι ψηφοφόροι και όσοι στρατευμένοι στην αριστερά νοιάζονται περισσότερο για το περιεχόμενο παρά για την ταμπέλα να προσδοκούν ότι θα πολεμήσουν τη δεξιά -συμπεριλαμβανομένων και των δυτικών χωρών- με συντρόφους τους οποίους έχει κατακτήσει ο νεοφιλελευθερισμός; Πρόκειται, πλέον, για ένα τυπικό τελετουργικό: η διάκριση ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική αριστερά και στους συντηρητικούς διατηρείται κατά τις προεκλογικές περιόδους μόνο στην όψη. Στη συνέχεια, ευκαιρίας δοθείσης, η αριστερά κυβερνά τη χώρα ακριβώς όπως οι αντίπαλοί της, προσπαθώντας να μη διαταράξει τις οικονομικές ιεραρχίες και δομές.
Οι περισσότεροι αριστεροί υποψήφιοι που προσβλέπουν σε κάποιο κυβερνητικό πόστο, επιμένουν στην ανάγκη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις -απολύτως αναγκαίες, μάλιστα, όπως λένε. Αλλά, προκειμένου να επέλθει μια τέτοια αλλαγή, έπρεπε να έχουν μια οπτική που να υπερβαίνει τις προεκλογικές τους ρητορείες. Επιπλέον... έπρεπε και να κερδίσουν τις εκλογές. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η μετριοπαθής αριστερά κουνάει το δάχτυλο στους «ριζοσπάστες» και σε άλλους «αγανακτισμένους». Αυτή η αριστερά δεν περιμένει τη «μεγάλη νύχτα» της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα, ονειρεύεται μια άλλη κοινωνία, μακριά από τις μάστιγες που δέρνουν τον κόσμο, απαρτιζόμενη από εξαιρετικά όντα. Με τα λόγια του γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Φρανσουά Ολάντ, πριν από μία πενταετία, επιδιώκει «να προσπαθεί αντί να ανατρέπει, να δρα αντί να αναστέλλει, να κατακτά αντί να αντιστέκεται». Η αριστερά αυτή εκτιμά ότι «το να μη χτυπάς τη δεξιά σημαίνει ότι την κρατάς ζωντανή, άρα την επιλέγεις»(4). Η ριζοσπαστική αριστερά αντίθετα, με τα λόγια του Ολάντ, θα προτιμούσε «να εκμεταλλευθεί κάθε είδους αγανάκτηση», παρά «να επιλέξει τον ρεαλισμό»(5).
Μ' άλλα λόγια, η αριστερά στην κυβέρνηση έχει ένα δυνατό χαρτί, τους ψηφοφόρους που τη στηρίζουν «εδώ και τώρα», καθώς επίσης και μια ομάδα επαγγελματιών, πρόθυμων να αναλάβουν την εξουσία. Αλλά «η νίκη επί της δεξιάς» δεν συνιστά υποκατάστατο του προγράμματος ή της πολιτικής προοπτικής. Μετά την εκλογική νίκη, οι προϋπάρχουσες δομές σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο πιθανότατα θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την επιθυμία για αλλαγές που έχει εκφραστεί κατά την προεκλογική εκστρατεία. Στις ΗΠΑ, ο Ομπάμα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας ότι τα βιομηχανικά λόμπι και τα εμπόδια που θέτουν οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο υπέσκαψαν την αισιοδοξία της κυβέρνησης («Yes, we can»), παρά την ευρεία λαϊκή υποστήριξη.

Η «ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ»
Αλλού, οι κυβερνώντες της αριστεράς δικαιολόγησαν τη μετριοπάθεια ή την ολιγοψυχία τους επικαλούμενοι «περιορισμούς», την «κληρονομιά» (την απουσία διεθνούς ανταγωνιστικότητας στον παραγωγικό τομέα, το ύψος του χρέους κ.λπ.) που περιόρισαν το περιθώριο κινήσεών τους. «Ο δημόσιος βίος μας κυριαρχείται από μια παράξενη αντίφαση» ανέλυε ο Λιονέλ Ζοσπέν, ήδη το 1992. «Από τη μία πλευρά, η (σοσιαλιστική) εξουσία κατηγορείται για την ανεργία, τα προβλήματα των προαστίων, την κοινωνική αναταραχή, τον εξτρεμισμό της δεξιάς, την απελπισία της αριστεράς. Από την άλλη, εγκαλείται να μην εγκαταλείψει μια οικονομική πολιτική που κάνει πολύ δύσκολη την επίλυση όλων όσων της προσάπτουν» (6). Εξι χρόνια αργότερα, η αντίφαση αυτή ισχύει ακόμα.
Οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν ότι η εκλογική ήττα της αριστεράς επιτρέπει την εφαρμογή, από τη δεξιά, ενός πακέτου νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» -ιδιωτικοποιήσεις, μείωση των δικαιωμάτων των συνδικάτων, ακρωτηριασμό των δημόσιων παροχών- οι οποίες καταστρέφουν τα δυνητικά εργαλεία άσκησης μιας διαφορετικής πολιτικής. Εξ ου και η θεωρία της «χρήσιμης ψήφου» υπέρ τους. Αλλά η ήττα τους μπορεί, επίσης, να έχει παιδαγωγική αξία. Για παράδειγμα, ο Μπενουά Αμόν παραδέχεται ότι στη Γερμανία «το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών (του Σεπτεμβρίου 2009), που ήταν το χειρότερο για το SPD (23%) εδώ και έναν αιώνα, έπεισε την ηγεσία του για την αναγκαιότητα αλλαγής κατεύθυνσης»(7).
Μια μετριοπαθής «δογματική αναθεώρηση» έγινε στη Γαλλία μετά την ήττα των Σοσιαλιστών το 1993 και στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη νίκη των Συντηρητικών το 2010. Η ίδια διαδικασία θα επαναληφθεί πιθανότατα σύντομα και στην Ισπανία και την Ελλάδα, δεδομένου ότι οι σοσιαλιστικές τους κυβερνήσεις θα χρεώσουν την επόμενη ήττα τους σε μια πολιτική υπερβολικά επαναστατική... Υπερασπιζόμενη, εξάλλου, τον Παπανδρέου, η βουλευτίνα του ΠΑΣΟΚ, Ελένα Παναρίτη, κατέφυγε σε ένα τολμηρό και απροσδόκητο παράδειγμα: «Η Μάργκαρετ Θάτσερ χρειάστηκε 11 χρόνια για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις της σε μια χώρα όπου τα δομικά προβλήματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Το δικό μας πρόγραμμα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή μόνο σε 14 μήνες» (8)! Μ' άλλα λόγια, «ο Παπανδρέου είναι καλύτερος από τη Θάτσερ»!

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΡΗΞΗΣ
Η αποφυγή της παγίδας απαιτεί τη διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την τιθάσευση της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Ομως, προβάλλει ένα άμεσο πρόβλημα: Δεδομένης της πληθώρας εκλεπτυσμένων μηχανισμών με βάση τους οποίους, τα τελευταία τριάντα χρόνια, η οικονομική ανάπτυξη των κρατών αρθρώθηκε στις διαδικασίες της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, ακόμα και μια σχετικά ήπια μεταρρυθμιστική πολιτική (π.χ., μικρότερες φορολογικές αδικίες, ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, διατήρηση των κονδυλίων για την παιδεία κ.λπ.) επιτάσσει σήμερα σημαντικές ρήξεις με το παρελθόν. Ρήξεις με την τρέχουσα ευρωπαϊκή τάξη, καθώς επίσης και με τις προγενέστερες σοσιαλιστικές πολιτικές (9).
Ξεκινάμε, όμως, το παιχνίδι με δυσοίωνες προοπτικές, εκτός και αν αναιρέσουμε την «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ (σήμερα, οι ευρωπαϊκές συνθήκες διασφαλίζουν ότι η χρηματοπιστωτική της πολιτική δεν θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο), εκτός και αν εισαγάγουμε κάποια ευελιξία στο σύμφωνο ανάπτυξης και σταθερότητας (το οποίο, σε περίοδο κρίσης, καταπνίγει κάθε στρατηγική πρόληψης για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας)· εκτός και αν καταδικάσουμε τον συνασπισμό Φιλελεύθερων-Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ο οποίος οδήγησε τους Σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν τον Μάριο Ντράγκι, πρώην αντιπρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs, για τη θέση του προέδρου της ΕΚΤ) και αμφισβητήσουμε τις ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές (αγαπημένο δόγμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), καθώς και τον έλεγχο του δημόσιου χρέους (ώστε να μην αποζημιωθούν οι κερδοσκόποι που έχουν ποντάρει ενάντια στις πιο αδύναμες χώρες της ζώνης του ευρώ).
Και, μάλιστα, το παιχνίδι είναι χαμένο από την αρχή. Πράγματι, τίποτα δεν μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι ο Ολάντ στη Γαλλία, ο Γκάμπριελ στη Γερμανία και ο Μίλιμπαντ στη Βρετανία θα επιτύχουν εκεί όπου ο Ομπάμα, ο Θαπατέρο και ο Παπανδρέου απέτυχαν. Το να φανταστούμε ότι «μια συμμαχία που βάζει την πολιτική ένωση της Ευρώπης στην καρδιά του προγράμματός της» πετυχαίνει, όπως ελπίζει ο Μάσιμο ντ' Αλέμα στην Ιταλία, «την αναγέννηση του προοδευτισμού» (10) μοιάζει (στην καλύτερη περίπτωση) με όνειρο θερινής νυκτός. Με τη σημερινή κατάσταση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, μια ομόσπονδη Ευρώπη θα κλείδωνε τα ήδη ασφυκτικά νεοφιλελεύθερα μέτρα και θα αποσπούσε ακόμα περισσότερη κυριαρχία από τους λαούς, δίνοντας την εξουσία σε αδιαφανείς τεχνοκρατικούς θεσμούς. Αλλωστε, δεν έχουμε ήδη «ομοσπονδοποιήσει» το νόμισμα και το εμπόριο;
Εντούτοις, όσο τα μετριοπαθή αριστερά κόμματα θα αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του προοδευτικού εκλογικού σώματος -είτε λόγω σύνταξης με το πρόγραμμά τους είτε γιατί πιστεύουν πώς είναι η μόνη λύση για μια ορατή αλλαγή- οι πιο ριζοσπαστικοί σχηματισμοί (ή οι οικολόγοι) θα βρίσκονται καταδικασμένοι στον ρόλο των κομπάρσων, της συμπληρωματικής δύναμης ή της αντιπολίτευσης. Ακόμα και με το 15% των ψήφων, 44 βουλευτές, 4 υπουργούς και μια οργάνωση εκατοντάδων χιλιάδων μελών, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ποτέ κανένα βάρος στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής του Φρανσουά Μιτεράν την περίοδο 1981-1984. Το ναυάγιο της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία, δέσμια των συμμαχιών της με την κεντροαριστερά είναι ένα ακόμα αντιπαράδειγμα. Το διακύβευμα ήταν τότε να αποκλειστεί πάση θυσία η επιστροφή στην εξουσία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Κάτι που τελικά έγινε λίγο αργότερα.
Στη Γαλλία, το Αριστερό Μέτωπο (στο οποίο περιλαμβάνεται και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ευελπιστεί ν' αντισταθεί σε αυτές τις τάσεις. Ασκώντας πίεση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ελπίζει να το βοηθήσει να ξεφύγει από τα δεσμά του παρελθόντος. Αυτό μπορεί να θυμίζει ψευδαίσθηση, ίσως μάλιστα και απελπισία. Ομως, παρ' όλο που στη συγκεκριμένη ψευδαίσθηση ενσωματώνονται περισσότερα δεδομένα από την αναλογία απλώς των εκλογικών δυνάμεων και κάποιους θεσμικούς περιορισμούς, υπάρχουν κάποια σχετικά ιστορικά προηγούμενα. Καμιά από τις μείζονες κοινωνικές κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου (άδεια μετ' αποδοχών, εβδομάδα 40 ωρών κ.λπ.) δεν είχε συμπεριληφθεί στο (ιδιαίτερα) μετριοπαθές πρόγραμμα του συνασπισμού που κέρδισε τις εκλογές τον Απρίλιο-Μάιο του 1936. Το απεργιακό κίνημα του Ιουνίου ήταν αυτό που ανάγκασε τους γάλλους εργοδότες να τις αποδεχθούν.

ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Κι όμως, δεν πρόκειται απλώς για τις ακαταμάχητες δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων και την πίεση που ασκούν στα φοβισμένα ή διστακτικά κόμματα της αριστεράς. Γιατί, ακριβώς, η νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές πυροδότησε τον κοινωνικό ξεσηκωμό, απελευθερώνοντας τους εργάτες που αισθάνθηκαν ότι δεν ανέχονταν πια την καταπίεση που τους ασκούσε η αστυνομία και οι εργοδότες. Ενθαρρυμένοι, κατάλαβαν την ίδια στιγμή ότι τα κόμματα που είχαν στηρίξει με την ψήφο τους, δεν θα τους έδιναν τίποτα, εκτός και αν τα ζόριζαν πραγματικά. Εξ ου και η νικηφόρα -καθώς και εξαιρετικά σπάνια- διαλεκτική ανάμεσα στις εκλογές και τις κινητοποιήσεις, στις κάλπες και τα εργοστάσια. Στις σημερινές συνθήκες, μια αριστερόστροφη κυβέρνηση απαλλαγμένη από αυτή την πίεση θα επιδίωκε αμέσως να συνάψει έναν σίγουρο γάμο με τους τεχνοκράτες, που εδώ και πολλά χρόνια δεν γνωρίζουν τίποτα άλλο από τον νεοφιλελευθερισμό. Η μόνη τους λαχτάρα θα ήταν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι θα «υποβίβαζαν» αμέσως οποιαδήποτε χώρα επιδίωκε μια αυθεντικά αριστερή πολιτική.
Τόλμη ή συμμόρφωση, λοιπόν; Οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τολμηρή στάση -απομόνωση, πληθωρισμός, υποβιβασμός στις αξιολογήσεις- επικρέμανται από το χάραμα μέχρι το δειλινό. Σύμφωνοι, αλλά και οι κίνδυνοι της συμμόρφωσης; Αναλύοντας την κατάσταση πραγμάτων στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, ο ιστορικός Καρλ Πολάνιι μας υπενθυμίζει ότι «το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο φιλελεύθερος καπιταλισμός» είχε οδηγήσει αρκετά κράτη προς «μια μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με τίμημα το ξερίζωμα όλων των δημοκρατικών θεσμών»(11). Ποια λαϊκή κυριαρχία μπορούν, σήμερα, να εκφράζουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και που εναρμονίζονται με τις επιταγές των αγορών; Ακόμα και ο Μισέλ Ροκάρ, μετριοπαθής σοσιαλιστής, ανησυχεί μπροστά σε μια τέτοια προοπτική: Η επιβολή σκληρότερων μέτρων στους Ελληνες θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της δημοκρατίας στη χώρα. «Με δεδομένη την οργή που αισθάνεται αυτός ο λαός, είναι αμφίβολο το κατά πόσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αντέξει χωρίς την υποστήριξη του στρατού. Αυτή η θλιβερή παρατήρηση αφορά εξίσου την Πορτογαλία ή/και την Ιρλανδία ή/και άλλες, μεγαλύτερες, χώρες. Μέχρι πού θα πάει κάτι τέτοιο;» έγραφε τον περασμένο μήνα(12).
Παρά την υποστήριξη που της προσφέρουν θεσμοί και μέσα μαζικής ενημέρωσης, η δημοκρατία του κέντρου κλονίζεται. Ηδη βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αγώνας ταχύτητας ανάμεσα στην περαιτέρω σκλήρυνση του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και στη ρήξη με τον καπιταλισμό. Η τελευταία φαίνεται να έχει ακόμα μακρύ δρόμο. Αλλά όταν οι άνθρωποι παύουν να πιστεύουν σε ένα πολιτικό παιχνίδι με πειραγμένα ζάρια, όταν αντιλαμβάνονται ότι οι κυβερνήσεις τους στερούνται κυριαρχίας, όταν απαιτούν τη ρύθμιση των τραπεζών, όταν κινητοποιούνται χωρίς καν να ξέρουν πού θα τους οδηγήσει η οργή τους, τότε, πέρα από κάθε προσδοκία, η αριστερά είναι ακόμα ζωντανή.

***

(1) (ΣτΕ) Για την πλήρη κατανόηση όλου του κειμένου, ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι οι Γάλλοι, στον όρο «αριστερά» συμπεριλαμβάνουν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, κάποιες φορές μάλιστα εννοούν μόνο το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ενώ για την υπόλοιπη αριστερά χρησιμοποιούνται όροι όπως «ριζοσπαστική αριστερά» ή «άκρα αριστερά» (όρος αδόκιμος στα ελληνικά).
(2) Benoit Hamon, «Tourner la page. Reprenons la marche du progres social», Flammarion, Παρίσι, 2011, σ. 14-19.
(3) Agence France-presse, 4 Septembre 2011.
(4) Francois Hollande, «Devoirs de verite», Stock, Παρίσι, 2006, σ. 91 και 206.
(5) Οπ.π., σ. 51 και 43.
(6) Lionel Jospin, «Reconstruire la gauche», «Le Monde», 11-4-92.
(7) Benoit Hamon, όπ.π., σ. 180.
(8) Στον Alain Salles, «L'odyssee de Papandreou», «Le Monde», 16-9-11.
(9) Βλ. «Quand la gauche renoncait au nom de l'Europe», «Le Monde diplomatique», Juin 2005.
(10) Massimo d'Alema, «Le succes de la gauche au Danemark annonce un renouveau europeen», «Le Monde», 21-9-11.
(11) Karl Polanyi, «La Grande Transformation», Gallimard, Παρίσι, 1983, p. 305.
(12) Michel Rocard, «Un systeme bancaire a repenser», «Le Monde», 4-10-11.

www.enet.gr 20-11-2011




(2)
Αντίσταση στους δαίμονες της απελπισίας, της απόγνωσης και της αδράνειας

Ας αρχίσω με μια παραδοχή. Η κρίση δεν αναφέρεται μόνο στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών και των θεσμών. Είναι επίσης κρίση νοημάτων, σημασιών, αξιών και συνειδήσεων.

Αναγκαζόμαστε λοιπόν να θέσουμε και πάλι τα θεμελιώδη ερωτήματα. Θα πρέπει να σκεφτούμε από την αρχή τι "είναι" η δημοκρατία, τι "είναι" η Πολιτεία, τι "είναι" το γενικό συμφέρον, τι σημαίνει λαός, τι είναι η λαϊκή κυριαρχία. Το θεμελιώδες ζήτημα τι, πώς και με ποιες διαδικασίες μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και ποια είναι τα περιθώρια των πολιτικών αποφάσεων και παρεμβάσεων δεν μπορεί να απαντηθεί με τους όρους που γνωρίζαμε.

Έτσι, θα επικεντρώσω την παρέμβασή μου στις μεταλλαγές της πρόσληψης του πολιτικού. Πράγματι, αυτό που θεωρούσαμε πολιτικό υποσύστημα εμφανίζεται μεταλλαγμένο. Η ιδέα της δημοκρατίας ως αυτονόητης πολιτειακής αυταξίας και ως ανυπέρβλητης οργανωτικής μορφής δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως πριν.

Ο λαός δεν φαίνεται πια να αποφασίζει για το μέλλον του, δεν είναι κυρίαρχος. Ακόμη και αν εξακολουθούν να είναι συμβολικά απαράκαμπτες, οι εκλογές εμφανίζονται σαν τελετουργία που αναβαπτίζει και προσεπικυρώνει μιαν έρπουσα ετερονομία.

Πράγματι, στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, η πολιτική εξουσία δεν λειτουργεί σαν αυθύπαρκτο κέντρο λήψης αποφάσεων. Το ίδιο το δημόσιο συμφέρον υπόκειται σε εξωγενείς προσδιορισμούς. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό πως καμιά χώρα δεν μπορεί πια να "αποχωρήσει" μονομερώς από το ευρύτερο σύστημα, οι όροι της ενσωμάτωσής της στον κόσμο μοιάζει να είναι προδιαγεγραμμένοι.

Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η παγκοσμιοποίηση είναι πριν από όλα ιδέα, δόγμα, ιδεολογία. Δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Το σύνδρομο ΤΙΝΑ εκφράζεται μέσα από μιαν αξιωματικά μονοδιάστατη σκέψη που εκφράζεται ως τέλος της ιδεολογίας και της ιστορίας.

Η ιστορική δυναμική εντάσσεται σε μιαν οικουμενικά προδιαγεγραμμένη συνταγή. Οι άνθρωποι δεν δικαιούνται πια να συζητούν για το τι μέλλει γενέσθαι. Πρόκειται για το τέλος του διαφωτισμού.

Με αυτήν την έννοια, το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πρότυπο εμφανίζεται ως ολοκληρωτικό. Στο όνομα του νέου μονοθεϊσμού, στο όνομα του μονοδιάστατου και απλουστευτικού εργαλειακού παραγωγίστικου και ανταγωνιστικού ορθολογισμού, στο όνομα μιας οικουμενικά αποδεκτής κοινωνικής συνταγής, η αλήθεια εμφανίζεται δεδομένη. Η αλαζονεία του αφιλοσόφητου τεχνοκράτη που γνωρίζει εκ των προτέρων τη μόνη έλλογη λύση στις σωρευόμενες αντιφάσεις αντικαθιστά την κριτική, ανοικτή, επίμαχη, συγκρουσιακή και πάντα αμφιλεγόμενη φύση προς το μέλλον.

Για παράδειγμα, ο προβληματισμός γύρω από την εργασία και την επιβίωση έχει κυριολεκτικά αναστραφεί. Ένα ζήτημα που για δυο τουλάχιστον αιώνες εμφανιζόταν σαν το σημαντικότερο οικονομικό, πολιτικό και ηθικό πρόβλημα εξαφανίζεται από την ημερήσια διάταξη των αρμοδίων τεχνοκρατών. Πληροφορούμαστε π.χ. ότι ο κ. Όλι Ρεν βγάζει φλύκταινες (sic) όταν ακούει για συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ ο αντιπρόεδρος της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης, καθήμενος δίπλα στον Έλληνα υπουργό "Προστασίας του Πολίτη", εκφέρει χρησμούς του τύπου πρέπει να "εργάζεσθε περισσότερο".

Μόνο αντικείμενο του τρέχοντος περί εργασίας και επιβίωσης λόγου είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Και στόχος φυσικά είναι η αύξηση της κερδοφορίας. Για πρώτη φορά η αξιακή διάσταση της ζωής των ανθρώπων εξαφανίζεται εντελώς από το προσκήνιο.

Η ιδεολογική και πολιτική τομή είναι λοιπόν τεράστια. Αγνοείται επιδεικτικά το γεγονός ότι οι δύο τελευταίοι αιώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού ανέδειξαν το κοινωνικό ζήτημα ως κεντρικό πολιτικό διακύβευμα. Αγνοείται ότι η αναζήτηση του γενικού συμφέροντος και του κοινού καλού αποτελούσε τον κύριο λόγο ύπαρξης ενός πολιτικού που δοκιμαζόταν συνεχώς σε αναφορά με τις αξιακές του επαγγελίες.

Και αγνοείται κυρίως ότι θεωρούνταν αυτονόητο πως το κοινό αυτό καλό δεν μπορεί να προκύψει έγκυρα αλλιώς, παρά μόνο μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Αγνοείται δηλαδή ότι η δημοκρατία συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη αναζήτηση της κοινής προκοπής. Στην ουσία πρόκειται για μιαν οικουμενική πολιτιστική επανάσταση.

Υπό τις συνθήκες αυτές η δημοκρατία που γνωρίζαμε είναι το αντεστραμμένο είδωλο του εαυτού της. Το δημοκρατικό σώμα, ο δήμος, ο λαός δεν καλείται να αποφασίσει κυρίαρχα για το μέλλον του. Άλλοι αποφασίζουν στο όνομά του και για λογαριασμό του. Η λογική θα επικρατήσει της ελεύθερης βούλησης, η υπερβατική τάξη του καθαρού λόγου της αταξίας του πραγματικού κόσμου και η γνώση της ιστορίας.

Υπό τους όρους αυτούς, η πολιτική δεν είναι πια ούτε η τέχνη της συλλογικής προόδου, ούτε καν η τέχνη του εφικτού.

Είναι η τέχνη της άριστης εφαρμογής και προσαρμογής προς τις επιταγές του αληθούς μη πολιτικού. Είναι η τέχνη του σκηνοθετείν την απολεσθείσα και απαξιωμένη κυριαρχία, η τέχνη του μετονομάζειν την ετερωνυμία σε κατέκτυπη αυτονομία, η τέχνη του επικαλείσθαι έναν απόντα και αποδυναμωμένο λαό, η τέχνη του αποκρύπτειν ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού δράματος δεν είναι οι ηθοποιοί, αλλά οι υποβολείς, που είτε βρίσκονται πίσω από τη σκηνή είτε ακόμα και ανεβαίνουν επάνω σ' αυτήν.

Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, η πολιτική είναι φενάκη. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τείνει ολοένα και περισσότερο να ομιλεί στο όνομα μιας μεταφυσικής σωτηρίας που μπορεί να προέλθει μόνον από την αλήθεια. Και μόνοι αρμόδιοι για να την αναζητήσουν είναι οι από καθέδρας επαΐοντες. Όμως η πραγματική δημοκρατία δεν χρειάζεται σωτήρες, ίσως μάλιστα να μην τους ανέχεται. Ο κυρίαρχος λαός δεν σώζει τον εαυτό του, αλλά τον θεσπίζει, τον δημιουργεί, τον μεταλλάσσει και τον ανατρέπει. Και γι' αυτό ακριβώς μπορεί να λέγεται ότι ο λαός δεν πλανάται ποτέ.

Σήμερα, αντιθέτως, ο λαός θεωρείται επικίνδυνος επειδή ακριβώς μπορεί να "πλανηθεί". Και γι' αυτό ακριβώς η πολιτική εμφανίζεται ως σωτηριολογούσα, συνομολογώντας ότι σε τελική ανάλυση καλείται να δρα πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δημοκρατική της νομιμοποίηση. Για να αποφύγει τον διαβλητό και απρόβλεπτο λαό, προσφεύγει στον αδιάβλητο και προβλέψιμο λόγο. Στη θέση της πάντα κρίσιμης, ανοιχτής, δραματικής και εκάστοτε τραγικής "μη αποφασισιμότητας", το πολιτικό γίγνεσθαι οργανώνεται ως άσκηση υποταγής στα έξωθεν προαποφασισμένα κελεύσματα.

Ο οικουμενικά επιδιωκόμενος στόχος είναι, λοιπόν, σαφής. Θα επισημάνω τρία μόνο σημεία.

Πρώτον, επιδιώκεται η συνεχής ανακατανομή πλούτου και εξουσίας υπέρ των ισχυρών να συνιστά μόνιμο στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης.

Δεύτερον, επιχειρείται η τάση αυτή να μπορεί να εμφανίζεται ως ορθολογική, άρα και ως ιστορικά αναγκαία.

Τρίτον, καταβάλλεται συνεχής προσπάθεια οποιεσδήποτε κοινωνικές αντιστάσεις στις τρέχουσες εξελίξεις να μπορεί να εμφανίζονται ανορθολογικές.

Πάνω ακριβώς σε αυτή τη βάση επιχειρείται η χειραγώγηση των κοινωνιών και ταυτόχρονα η αποδυνάμωση της δημοκρατικής φαντασίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι παραδοσιακά απαρέκκλιτες συλλογικές συσσωματώσεις και μορφές αποδυναμώνονται και απαξιώνονται. Οι πολίτες πρέπει να αντιληφθούν πως δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν από τη συλλογική τους δράση, από τη δημοκρατική τους συσπείρωση. Και πρέπει, συνεπώς, να αποδεχθούν ότι οφείλουν να αρκούνται στην προώθηση των ατομικών τους συμφερόντων.

Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται μια νέα, γενικής χρήσεως, εκλογίκευση, ένα νέο μεγάλο ιδεολογικό άλλοθι. Εκείνο που απομένει στους οιονεί πολίτες είναι η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών. Τα ελεύθερα άτομα οφείλουν και μπορούν να ενεργούν από κοινού υπό την προϋπόθεση ότι θα δρουν ανεξάρτητα από όλα τα οργανωμένα συστήματα συλλογικής εκπροσώπησης. Ενάντια δηλαδή στο κράτος, ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί να αποθεμελιώσει το δεδομένο, ενάντια σε οτιδήποτε δεν εμπνέεται από τη μεγιστοποιητική αγοραία λογική, ενάντια και ανεξάρτητα από όλα τα συλλογικά σώματα μέσω των οποίων είχαν μάθει και προωθούσαν οργανωμένα τις ιδέες τους και τα συμφέροντά τους.

Όπως κάποτε συνέβη με τη φιλοσοφία, που κατά τον Σαντ μπήκε στο μπουντουάρ, η πολιτική οφείλει να παραμένει έξω από τους θεσμούς, έξω από τις οργανωμένες μορφές διεκδίκησης, στους προθαλάμους, στα καφενεία, στα σαλόνια, στην ιδιωτικότητα, στην ιδιωτική ζωή. Οι οιονεί πολίτες πρέπει να νομίζουν ότι πρέπει να μπορούν να εκφράζονται αρκεί να μην ενοχλούν, πρέπει να συζητούν αρκεί να μην απειλούν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, δικαιούνται να προωθούν τις απόψεις τους, αρκεί να μην έχουν την αξίωση να επηρεάζουν ευθέως τα τεκταινόμενα. Οφείλουν να σκέπτονται αρκεί να μην αποφασίζουν. Η δημοκρατία μεταμορφώνεται σε οιονεί δημοκρατία.

Άμεση προέκταση των παραπάνω είναι η μεταλλαγή της λειτουργίας της έννομης τάξης, της πολιτικής εξουσίας. Πράγματι στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα νέο ζήτημα. Από τη στιγμή που ο λαός δεν αποφασίζει, από τη στιγμή που το κράτος δεν λειτουργεί ως ποιμένας για όλους τους πολίτες, από τη στιγμή που το πολιτικό Όλο δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, η πολιτική εξουσία είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει ένα πρωτόγνωρο κενό νομιμοποίησης. Η αποδυνάμωση της δημοκρατικής αυτοθέσπισης απειλεί να έχει ανεξέλεγκτες προεκτάσεις.

Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το μετα-κοινωνικό μετα-πολιτικό κράτος αναγκάζεται να είναι ολοένα και πιο αυταρχικό, αυθαίρετο και καταπιεστικό. Έχοντας χάσει την αξιοπιστία τους, οι σημερινές νεοφιλελεύθερες έννομες τάξεις εξαρτούν την επιβίωσή τους από την κατασταλτική τους αποτελεσματικότητα. Μια αποτελεσματικότητα που θεμελιώνεται πλέον σε επιστημονικές και τεχνικές μεθόδους.

Τα συμπτώματα αυτής της μεταλλαγής είναι διάχυτα. Από τη μια μεριά η αυταρχική δημοκρατία χρησιμοποιεί ολοένα και πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές ελέγχου, παρακολούθησης και καταπίεσης διεισδύοντας στους ιδιωτικούς χώρους που ήταν μέχρι σήμερα απόρρητοι. Το πανοπτικό οπλοστάσιο της εξουσίας επιτρέπει στο κράτος να γνωρίζει ακόμα και τις έσχατες λεπτομέρειες της ζωής και της δράσης των πολιτών. Στο όνομα του λόγου και της τάξης, όλοι παρακολουθούνται και επιτηρούνται. Ο φετιχισμός της πειθαρχίας δεν περιορίζεται στους χώρους εργασίας. Επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή.

Αυτό όμως δεν φτάνει. Όσο συστηματική κι αν είναι, η καταστολή ενέχει κινδύνους και όρια. Η ύστερη καπιταλιστική δημοκρατία πρέπει, λοιπόν, επίσης να μπορεί να χειραγωγεί, ακόμα κι αν δεν πείθει. Και οι νέες τεχνικές χειραγώγησης απειλούν να αποθεμελιώσουν ακόμα πιο αποφασιστικά τη δημοκρατία.

Πράγματι, δεν χρειάζεται να επιμείνω στην πρωταρχική πλέον σημασία των ΜΜΕ ως διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Ούτε στο γεγονός ότι, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η οικονομική, η πολιτική και η μιντιακή εξουσία διαπλέκονται ολοένα περισσότερο, κατά παράβασιν όλων των κειμένων κανονιστικών περιορισμών.

Οι τάσεις, όμως, παγίωσης ενός αμετακίνητου νέου οικονομικο - μιντιακο - πολιτικού συμπλέγματος είναι οικουμενικές. Χαρακτηριστικά στις ΗΠΑ δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέπουν ολόκληρο το σκηνικό. Η χειραγώγηση είναι πια επίσημη και έννομη. Από τη μια μεριά καταργήθηκαν οι περιορισμοί για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το μεγάλο κεφάλαιο. Από την άλλη μεριά, και σε πλήρη αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στη διαφήμιση προϊόντων, η πολιτική διαφήμιση μπορεί να είναι όχι μόνο αρνητική, αλλά και ψευδής.

Οι συνέπειες υπήρξαν άμεσες. Οι καθοδηγούμενες από το μεγάλο κεφάλαιο αρνητικές πολιτικές διαφημίσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα κέρδη των ΜΜΕ αυξήθηκαν κατακόρυφα, η διαπλοκή ανάμεσα στην πολιτική και τις μεγάλες επιχειρήσεις κατοχυρώθηκε και η δίχως όρια και περιορισμούς πλύση εγκεφάλων απέκτησε πρωτόγνωρες διαστάσεις. Η ήττα του Ομπάμα στις τελευταίες εκλογές οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις αυτές. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στην ανάδυση νέων μορφών "χειραγωγημένης δημοκρατίας". Και όχι μόνον βέβαια στις ΗΠΑ.

Τι έχει μείνει λοιπόν από τη δημοκρατία; Ίσως μια νέα δημοκρατία του γαλατά. Όπου, όμως, επειδή δεν υπάρχουν πια γαλατάδες, αυτός που χτυπάει την πόρτα τα χαράματα δεν είναι ίσως ο αστυνόμος, αλλά ο εκπρόσωπος των τραπεζών που επισείει την κατάσχεση ή η ιδιωτική εταιρεία, που όπως οι αλήστου μνήμης ενοικιαστές φόρων αναλαμβάνει να υποκαταστήσει την κρατική εξουσία. Είναι η οιονεί δημοκρατία των άβουλων, των εξουθενωμένων, των αποδυναμωμένων οιονεί πολιτών.

Με βάση όσα είπα, πιστεύω ότι περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο η παρούσα κρίση είναι κρίση της ιδέας και της λειτουργίας της δημοκρατίας.

Κρίση κοσμοπαραστάσεων.

Κρίση ιδεολογιών σε μιαν εποχή που επαίρεται ότι δεν υπάρχουν πια ιδεολογίες.

Η μόνη λύση βέβαια είναι η αντίσταση στους νέους δαίμονες που μας περιτριγυρίζουν. Πρέπει να μάθουμε να αντιπαλεύουμε τους δαίμονες της αυτονόητης συμμόρφωσης στις υποδείξεις της λογικής, της μονόδρομης ΤΙΝΑ, στους δαίμονες της απελπισίας, της απόγνωσης και της αδράνειας.

Πριν από όλα οφείλει να επανέλθουν το πολιτικό, η αρμοδιότητα του λαού να αυτοθεσπίζεται, η δυνατότητα των ανθρώπων να σκέπτονται και να δρουν από κοινού. Πιστεύω πως η μόνη ίσως διέξοδος από την κρίση θα πρέπει να αναζητηθεί στην εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας. Και αυτό είναι δουλειά όλων μας.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
16-10-2011

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=645669