Μετά τον Ερντογάν τι;



Είναι κοινός τόπος ότι η Τουρκία του 2013 δεν θυμίζει σε πολλά την Τουρκία του 2002. Τότε, το μετριοπαθές πολιτικό Ισλάμ, που εκφράζεται από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, βρέθηκε στην κυβέρνηση, κυρίως επειδή δεν είχε καμία ευθύνη για την οξύτατη οικονομική κρίση που είχε πλήξει βάναυσα την τουρκική κοινωνία. Αντιθέτως, τα τρία από τα τέσσερα κόμματα εξουσίας εκείνης της εποχής (τα κόμματα του Γιλμάζ, της Τσιλέρ και του Ετσεβίτ) έμειναν εκτός Εθνοσυνέλευσης και στη συνέχεια πήραν τον δρόμο για τον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Αλλά και το κατ’ εξοχήν κεμαλικό κόμμα, που επιβίωσε κοινοβουλευτικά, δεν έχει ακόμα καταφέρει να ορθοποδήσει.

Το βιβλίο των Σταύρου Λυγερού και Κώστα Μελά έχει γραφεί αρθρωτά σε τέσσερις ενότητες (διαβάζονται και αυτόνομα), που αναλύουν διεξοδικά τις τέσσερις πτυχές, οι οποίες προσδιορίζουν τη νέα Τουρκία και τις προοπτικές της: 
Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο “Η ρεβάνς του πολιτικού Ισλάμ” (συγγραφέας ο Σταύρος Λυγερός). Η δεύτερη ενότητα έχει τίτλο “ΑΟΖ, Κύπρος και διενέξεις στη Μεσόγειο” (συγγραφέας ο Σταύρος Λυγερός). Η τρίτη ενότητα έχει τίτλο “Το καρκίνωμα του Κουρδικού” (συγγραφέας ο Σταύρος Λυγερός). Η τέταρτη ενότητα έχει τίτλο “Ακτινογραφώντας την τουρκική οικονομία” (συγγραφέας ο Κώστας Μελάς). Το βιβλίο κλείνει με ένα Επίμετρο.

 Στην πρώτη ενότητα “Η ρεβάνς του πολιτικού Ισλάμ”, 
ο Σταύρος Λυγερός αναλύει τη μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στη νεοοθωμανική μεταπολίτευση. Η μετάβαση αυτή δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε δεδομένη. Ο ακήρυχτος πόλεμος νεοοθωμανών-κεμαλιστών είχε τα πάντα: εκλογικές μάχες, πολιτικές ίντριγκες, δημοψηφίσματα, διαπλοκή του “βαθέος κράτους” με το οργανωμένο έγκλημα, συνωμοσίες, προβοκάτσιες, δολοφονίες, απόπειρες πραξικοπήματος, αμερικανικό “δάχτυλο”, αντικρουόμενες δικαστικές διώξεις, θρησκευτικές αδελφότητες, βαρώνους του χρήματος και σκληρές συγκρούσεις για τον έλεγχο ΜΜΕ.
Ο Ερντογάν κατάφερε με αξιοθαύμαστες τακτικές κινήσεις να αποφύγει τις αλλεπάλληλες τρικλοποδιές των αντιπάλων του. Όταν, με τις εκλογικές νίκες και τη διείσδυση στους κρατικούς μηχανισμούς (στην αστυνομία και στη Δικαιοσύνη), εδραιώθηκε, κατάφερε, κυρίως με δικαστικές διώξεις, να ξεδοντιάσει το “βαθύ κράτος”, επιβάλλοντας ουσιαστικά ένα είδος μεταπολίτευσης. Σ’ αυτό τον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο οι νεοοθωμανοί είχαν στο πλευρό τους την πλειονότητα των Τούρκων, αλλά κρίσιμο ρόλο έπαιξε από το παρασκήνιο και ο αμερικανικός παράγοντας.
Στην πρώτη ενότητα, λοιπόν, αναλύονται η παρακμή του κεμαλισμού, η τουρκική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, το περιβόητο “βαθύ κράτος”, ο δυισμός εξουσίας, οι αντιφάσεις του κεμαλικού κατεστημένου, οι υποθέσεις Εργένεκον και “Βαριοπούλα”, το δημοψήφισμα-καμπή του 2010, η πολυπλόκαμη αδελφότητα Γκιουλέν, οι αντιθέσεις στους κόλπους των νεοοθωμανών και οι προοπτικές της νέας εξουσίας.

 Στη δεύτερη ενότητα “ΑΟΖ, Κύπρος και διενέξεις στη Μεσόγειο”,
 ο Σταύρος Λυγερός αναλύει κατά σειρά: το αυτοκρατορικό σύνδρομο των νεοοθωμανών (όπως διατυπώνεται στο δόγμα Νταβούτογλου), τη σύγκριση της κεμαλικής με τη νεοοθωμανική εξωτερική πολιτική, το ναυάγιο της πολιτικής “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”, τη ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ και τη γεφύρωσή τους, το κύμα της “Αραβικής Άνοιξης” και την αναδιάταξη των γεωπολιτικών ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο, την επίδραση που θα έχει η τουρκοϊσραηλινή επαναπροσέγγιση στη στρατηγική σχέση του Ισραήλ με τη Λευκωσία και την Αθήνα, ειδικά τώρα που η Κυπριακή Δημοκρατία μετατρέπεται σε αποικία χρέους της Ευρωζώνης.
Σε μία περίοδο γεωπολιτικών αναδιατάξεων και ανακάλυψης σημαντικών ενεργειακών πηγών στην Ανατολική Μεσόγειο, η διψασμένη για ενέργεια Τουρκία δεν θέλει να μείνει εκτός νυμφώνος. Εκμεταλλευόμενη και την αποδυνάμωση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας προσπαθεί να βάλει χέρι στα κυπριακά κοιτάσματα, προωθώντας από κοινού με τη Δύση το κλείσιμο του Κυπριακού με σχέδιο τύπου Ανάν.
Ο συγγραφέας φωτίζει υπό το νέο αυτό πρίσμα και το πλέγμα των ελληνοτουρκικών. Αναλύει τη χρησιμότητα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), τη δυσανεξία της Αθήνας με την ανακήρυξη ΑΟΖ, τη μετατροπή της ΑΟΖ σε ιδεολόγημα, τον δούρειο ίππο της συνεκμετάλλευσης, τις ναυτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, το ζήτημα των χωρικών υδάτων 12 μιλίων, το τουρκικό casus belli, τη θεωρία των “γκρίζων ζωνών”, τις παγίδες της παραπομπής στη Χάγη, τη μετατροπή της Χάγης σε υποκατάστατο πολιτικής, τις ευρωτουρκικές σχέσεις, την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ενδεχόμενο εκτροπής σε ειδική σχέση. Τέλος, ανασκευάζει τους δύο κυρίαρχους μύθους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τη στρατηγική της “εξημέρωσης του θηρίου” και το δόγμα “καλός ο Ερντογάν κακοί οι στρατηγοί”.

 Στην τρίτη ενότητα “Το καρκίνωμα του Κουρδικού”
 ο Σταύρος Λυγερός αναλύει το Κουρδικό, το πρόβλημα που εκ των πραγμάτων θα καθορίσει το μέλλον της Τουρκίας. Ο ακήρυχτος πόλεμος κεμαλιστών-νεοοθωμανών διασυνδέθηκε και με τον πολυετή (από το 1984) πραγματικό πόλεμο του τουρκικού κράτους με τους Κούρδους αντάρτες. Ο ένοπλος αγώνας του ΡΚΚ διαχώρισε οριστικά και αμετάκλητα την κουρδική ταυτότητα από την τουρκική και μ’ αυτή την έννοια ακύρωσε το κεμαλικό δόγμα “μία χώρα, ένα έθνος, μία γλώσσα, μία θρησκεία”.
Ο συγγραφέας αναλύει την ανάδυση και την –με τη βοήθεια των Αμερικανών– παγίωση του κουρδικού κρατιδίου στο βόρειο Ιράκ, το πλήγμα που προκάλεσε στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας η απαγόρευση διέλευσης της αμερικανικής στρατιάς το 2003, το παζάρι για τις τουρκικές επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ, την αμερικανική πολιτική λεπτών ισορροπιών, το καθεστώς του πετρελαιοφόρου Κιρκούκ και την –με αμερικανική σκηνοθεσία– ασταθή τριγωνική διευθέτηση (Άγκυρα, Αρμπίλ και Βαγδάτη), το “Δημοκρατικό Άνοιγμα” του Ερντογάν προς τους Κούρδους, τη συριακή κρίση και την ανάδυση του δεύτερου κουρδικού κρατικού μορφώματος.
Όταν το 1999 συνελήφθη ο Οτσαλάν, οι Τούρκοι πίστεψαν ότι είχαν κερδίσει οριστικά αυτό τον πόλεμο. Η επιβίωση του αντάρτικου απέδειξε ότι το κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν ήταν συγκυριακό φαινόμενο, αλλά εκφραστής ενός ριζωμένου πλέον αιτήματος εθνικής απελευθέρωσης. Μετά την αποτυχία να επιτύχει στρατιωτική λύση του Κουρδικού, η Άγκυρα στράφηκε στην πολιτική λύση. Όπως φάνηκε και από τις μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΡΚΚ στο Όσλο, η προσπάθειά της αυτή, όμως, έχει αντιφάσεις. Σήμερα, ο Ερντογάν έχει αναγορεύσει τον φυλακισμένο Οτσαλάν σε προνομιακό συνομιλητή του, επειδή τον θεωρεί “αδύναμο κρίκο”. Το πρώτο αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων είναι η κήρυξη μονομερούς εκεχειρίας. Ακόμα, όμως, και εάν τελικώς επιτευχθεί πολιτική συμφωνία είναι ασαφές που θα οδηγήσει: Θα δώσει φτερά στην Τουρκία, ή αντιθέτως μεσομακροπρόθεσμα θα αμφισβητήσει την ακεραιότητα της;

 Στην τέταρτη ενότητα “Ακτινογραφώντας την τουρκική οικονομία”,
 ο Κώστας Μελάς επιχειρεί αυτό που λέει ο τίτλος. Παρουσιάζει και αποκωδικοποιεί συστηματικά τα μεγέθη, τη δυναμική και τις αντιφάσεις της τουρκικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό αναλύει διεξαδικά τους τρεις τομείς της οικονομίας (αγροτικός, μεταποιητικός και υπηρεσιών) κατά τρόπο που αναδεικνύει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους.
Ο συγγραφέας δίνει ειδικό βάρος στη μελέτη του τραπεζικού τομέα, ο οποίος αποτελεί κρίσιμο θεσμικό παράγοντα στις οικονομικές εξελίξεις. Στη συνέχεια αναλύει τις μακροοικονομικές εξελίξεις και παρουσιάζει συστηματικά και κριτικά το σύνολο των αντίστοιχων μεγεθών. Στην πραγματικότητα, είναι η πρώτη φορά που κάποιος συνθέτει με βάση τα πρωτογενή στατιστικά στοιχεία τον χάρτη της τουρκικής οικονομίας.
Η τέταρτη ενότητα ολοκληρώνεται με την απάντηση του Κώστα Μελά στο κρίσιμο ερώτημα, το οποίο πλανάται την τελευταία περίοδο: υπάρχει ή όχι οικονομική “φούσκα” στην Τουρκία; Το συμπέρασμά του είναι ότι το κύμα ιδιωτικοποιήσεων προκάλεσε μεγάλες εισροές πόρων, αλλά αυτό που μέχρι τώρα είναι πλεονέκτημα είναι και η αχίλλειος πτέρνα του τουρκικού μοντέλου. Εάν, λόγω και της διεθνούς κρίσης, σταματήσει η εισροή κεφαλαίων, η “φούσκα” θα σκάσει, αφήνοντας πίσω της συντρίμμια.

 Το βιβλίο κλείνει με ένα εκτενές Επίμετρο.
 Σ’ αυτό δεν συνοψίζονται μόνο τα συμπεράσματα της προηγηθείσας ανάλυσης. Επιπροσθέτως, επιχειρείται να ανιχνευθούν σφαιρικά οι προοπτικές της Τουρκίας μετά την επικράτηση των νεοοθωμανών στον ακήρυχτο εσωτερικό πόλεμο. Η πρόθεση του Ερντογάν να εκλεγεί από τον λαό Πρόεδρος Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τις φήμες για την επισφαλή υγεία του και την υποφώσκουσα διαμάχη με την αδελφότητα του Γκιουλέν, εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν ένα κλίμα νέου τύπου πολιτικής ρευστότητας, η οποία, όμως, είναι ακόμα δυσδιάκριτη.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η παρατεταμένη πολιτική ηγεμονία των νεοοθωμανών και κυρίως οι ριζικές αλλαγές στους κρατικούς μηχανισμούς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην Τουρκία έχει ήδη συντελεσθεί μια μεταπολίτευση. Ο Ερντογάν δεν κυριαρχεί απλώς στην πολιτική σκηνή. Σταδιακά αλλά αποφασιστικά αποδυνάμωσε την παραδοσιακή ισχύ του Γενικού Επιτελείου. Σήμερα το κράτος δεν είναι υπό τον έλεγχο των κεμαλιστών, όπως συνέβαινε πριν από το 2002. Οι νεοοθωμανοί έχουν καταφέρει να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό κρίσιμους μηχανισμούς, όπως η αστυνομία, η μυστική υπηρεσία ΜΙΤ και το δικαστικό σώμα. Ακόμα και στις ένοπλες δυνάμεις έχουν βάλει γερά το πόδι τους.
Προς το παρόν, η πολιτική ηγεμονία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εμφανίζεται αδιαμφισβήτητη. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη συνεχιζόμενη πολιτική παρακμή της κεμαλικής αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα). Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι νεοοθωμανοί συνεχίζουν να εκφράζουν τη “βαθιά Τουρκία”. Τα αστικά στρώματα που υποστήριξαν τον Ερντογάν το έκαναν όχι επειδή συμφωνούσαν ιδεολογικά μαζί του, αλλά επειδή τον θεωρούσαν παράγοντα εξισορρόπησης και αποδυνάμωσης της στρατογραφειοκρατίας και της κηδεμονίας που αυτή ασκούσε στην πολιτική ζωή. Τώρα πια, όμως, που η στρατογραφειοκρατία έχει σε μεγάλο βαθμό ξεδοντιασθεί, τα αστικά δυτικότροπα αυτά στρώματα δυσφορούν για τη ροπή του Ερντογάν να αναπαράγει τις πατερναλιστικές κρατικές δομές, να εκδηλώνει τον δικό του αυταρχισμό και να διολισθαίνει σε εκδοχές ισλαμικού συντηρητισμού.
Εάν το 2011 ήταν η κορύφωση της πολιτικής ηγεμονίας των νεοοθωμανών, το 2012 σηματοδότησε την έναρξη αμφισβήτησης αυτής της ηγεμονίας. Προφανώς, κάποια στιγμή στο μέλλον το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης θα χάσει τις εκλογές και την εξουσία. Ακόμα και εάν στην εξουσία επανέλθουν οι κεμαλιστές, η Τουρκία δεν πρόκειται να επιστρέψει στην κατάσταση που ήταν πριν από το 2002. Με άλλα λόγια, το μετακεμαλικό καθεστώς έχει ήδη καταλυθεί και είναι αδύνατον να ανασυγκροτηθεί.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το κράτος δεν θα είναι ποτέ πια φέουδο μιας παράταξης. Έχει ήδη ολοκληρωθεί, ή τουλάχιστον ολοκληρώνεται, η μετάβαση από τον κηδεμονευόμενο στον ακηδεμόνευτο κοινοβουλευτισμό. Εφεξής, το έπαθλο της λαϊκής ψήφου δεν θα είναι απλώς η κυβέρνηση, αλλά και η πολιτική εξουσία. Μ’ αυτή την έννοια, και ανεξαρτήτως της νοοτροπίας και των προθέσεων της νεοοθωμανικής κυβέρνησης, το δημοκρατικό πολίτευμα στην Τουρκία έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, έστω κι αν η νέα ισορροπία δεν έχει ακόμα παγιωθεί.
Μετά την εκλογική νίκη του το 2011 ο Ερντογάν θεωρεί ότι έχει ουσιαστικά κερδίσει τον πόλεμο εναντίον της στρατογραφειοκρατίας. Γι’ αυτό ακριβώς, και από την πλεονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται, επιχειρεί να διαμορφώσει τους όρους μιας πολιτικής συμβίωσης με τους νομιμόφρονες κεμαλιστές, στο πλαίσιο ενός λειτουργικού κοινοβουλευτισμού. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, άλλωστε, δεν εκφράζει την απόλυτη ρήξη με τον κεμαλισμό. Εκφράζει μάλλον την υπέρβασή του σε μια εποχή που έχει προ πολλού μετατραπεί σε ανασχετικό παράγοντα, σε παράγοντα παρακμής για την Τουρκία.
Ο νεοοθωμανισμός του Ερντογάν δεν είναι, βεβαίως, μια επιστροφή στην οθωμανική πραγματικότητα. Ούτε θα μπορούσε να είναι. Στο ιδεολογικό επίπεδο είναι μια ιδιότυπη σύνθεση της οθωμανικής παράδοσης με τον κεμαλισμό και το πολιτικό Ισλάμ. Η “τουρκοϊσλαμική σύνθεση” δεν είναι μόνο μια ιδεολογική κατασκευή. Είναι το αποτέλεσμα της όσμωσης που εκ των πραγμάτων έχει επέλθει σε αρκετούς τομείς ανάμεσα στον κεμαλισμό και στο πολιτικό Ισλάμ τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό πέρα από τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την εξουσία.
Εκτός των ιδεολογικών και θεσμικών λόγων, το άνοιγμα του Ερντογάν προς τους νομιμόφρονες κεμαλιστές έχει και ένα στενά πολιτικό κίνητρο. Επιδιώκει να αποδυναμώσει την επιρροή στους κρατικούς μηχανισμούς της αδελφότητας Γκιουλέν, η οποία λειτουργεί ως δεύτερο άτυπο αλλά ισχυρό κέντρο εντός του πολιτικού Ισλάμ. Με άλλα λόγια, μετά την εξουδετέρωση του “βαθέος κράτους” η πολιτική προτεραιότητα του Ερντογάν άλλαξε. Θεωρώντας ότι η αδελφότητα απαιτεί πολλά και τον πιέζει, επιδιώκει εμμέσως να την αποδυναμώσει.
Προκειμένου να το επιτύχει, αφήνει χώρο ύπαρξης στους νομιμόφρονες κεμαλιστές για να λειτουργήσουν ως εξισορροπητικός παράγοντας της αδελφότητας Γκιουλέν. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο ίδιος θα είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας-διαιτητής. Σε αντίθεση, όμως, με τον Ερντογάν, που είναι ένα πρόσωπο και ως εκ τούτου έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, η αδελφότητα είναι ένας ισχυρός πολυπλόκαμος μηχανισμός, ο οποίος είναι πλέον εγκατεστημένος στο εσωτερικό και του κυβερνώντος κόμματος και του κράτους. Το σημαντικότερο είναι ότι έχει τον χρόνο με το μέρος της και ως εκ τούτου μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στον αγώνα της διαδοχής του Ερντογάν, όποτε κι αν αυτή λάβει χώρα.
Το ζήτημα αυτό έχει εμμέσως πλην σαφώς εγγραφεί στην ατζέντα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η ασθένειά του, που εκ των πραγμάτων λειτουργεί ως παράγοντας πολιτικής ρευστότητας, λόγω του αναμφισβήτητου ηγετικού ρόλου του στη νεοοθωμανική παράταξη. Η ρευστότητα επιτείνεται και από τη φιλοδοξία του να εκλεγεί Πρόεδρος Δημοκρατίας, αφού προηγουμένως αλλάξει το Σύνταγμα προς την κατεύθυνση της Προεδρικής Δημοκρατίας.
Για λίγες έδρες, όμως, το κυβερνών κόμμα δεν διαθέτει την απαιτούμενη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση προκειμένου να αναθεωρήσει το Σύνταγμα. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει τον Ερντογάν να αναζητήσει συμμαχίες. Επειδή το κλίμα στην Εθνοσυνέλευση είναι πολωμένο, ερωτοτροπεί με την ιδέα να βρει τις βουλευτικές ψήφους που του λείπουν στο κουρδικό κόμμα. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος για να προωθήσει τη διαδικασία της πολιτικής λύσης του Κουρδικού.
 Η πολιτική λύση του Κουρδικού, όμως, δεν απαιτεί απλώς πολιτικό θάρρος. Από τη φύση της είναι ναρκοπέδιο. Ο Ερντογάν επιδιώκει την πολιτική λύση, αλλά με τους δικούς του όρους, που δεν είναι οι όροι του ΡΚΚ. Σ’ αυτήν τη φάση, το ΡΚΚ δεν επιδιώκει την απόσχιση των κουρδικών περιοχών από την Τουρκία. Όταν μιλάει για “δημοκρατική αυτονομία”, εμπνέεται από το κουρδικό κρατίδιο στο βόρειο Ιράκ, που είναι κράτος εν κράτει.
Στα σχεδόν 30 χρόνια που έχουν περάσει από την έναρξη του ένοπλου κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος, το ΡΚΚ στάθηκε όρθιο και απέδειξε εμπράκτως ότι η στρατιωτική λύση του Κουρδικού είναι ανέφικτη. Η αιματηρή καταστολή και οι βρόμικες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις νοτιοανατολικές επαρχίες δημιούργησαν βαθύ χάσμα ανάμεσα στη μεγάλη πλειονότητα των Κούρδων και στο τουρκικό κράτος. Προκαλώντας με τη δράση του τη βίαιη και συχνά τυφλή κατασταλτική αντίδραση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, το κουρδικό αντάρτικο λειτούργησε σαν καταλύτης για τη δυναμική ανάδυση του κουρδικού εθνικισμού στην επικράτεια της Τουρκίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει επιστροφή.
Απ’ αυτή την άποψη, το PKK έχει επιτελέσει το σημαντικότερο σκέλος της ιστορικής αποστολής του. Μέσα από τον πολυετή ένοπλο αγώνα του σφυρηλατήθηκε οριστικά και αμετάκλητα η ξεχωριστή εθνική συνείδηση των Κούρδων. Ο κουρδικός εθνικισμός αναπτύσσεται δυναμικά όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας. Εκεί έχουν καταφύγει εκατομμύρια Κούρδων όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Τουρκίας που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών δεν θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα. Το κουρδικό καρκίνωμα έχει κάνει μετάσταση.
Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι κατεξοχήν πολιτικό και δεν επιδέχεται πλέον στρατιωτική λύση. Ακόμα και στην περίπτωση που ο τουρκικός στρατός κατάφερνε να συντρίψει τους αντάρτες, η Τουρκία δεν θα έπαυε ως κράτος να αντιμετωπίζει το δυναμικό αίτημα των Κούρδων για εθνική χειραφέτηση και απελευθέρωση. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την τουρκική στατιστική υπηρεσία, από τα 74,7 εκατομμυρίων Τούρκων πολιτών τα 22,5 είναι κουρδικής καταγωγής. Η δημογραφική ανάπτυξη του κουρδικού στοιχείου, μάλιστα, είναι πολύ μεγαλύτερη της δημογραφικής ανάπτυξης του τουρκικού στοιχείου. Το γεγονός αυτό αργά αλλά σταθερά διαφοροποιεί υπέρ των Κούρδων την πληθυσμιακή αναλογία. Σύντομα ο ένας στους τρεις πολίτες της Τουρκίας θα είναι Κούρδος.
Από τη στιγμή, όμως, που με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα οι Kούρδοι απέκτησαν ξεχωριστή εθνική συνείδηση, βιώνουν την τουρκική κυριαρχία ως κατάκτηση. Γι’ αυτό έχουν κατά κανόνα μετατραπεί σε ενεργούς ή παθητικούς, σε εμφανείς ή αφανείς αντιπάλους του τουρκικού κράτους. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν συρρικνωθεί οι πιθανότητες επίτευξης μιας ήπιας πολιτικής λύσης, η οποία μακροπρόθεσμα να μην αμφισβητεί το ενιαίο της Tουρκίας.
Ο Ερντογάν διαπραγματεύεται (μέσω αντιπροσώπων) με τον φυλακισμένο Οτσαλάν πολιτική λύση. Η εντολή του Κούρδου ηγέτη προς τους αντάρτες για μονομερή εκεχειρία έγινε σεβαστή, αλλά είναι πολύ δύσκολο οι αντάρτες να αποδεχθούν τον άνευ όρων αφοπλισμό τους. Το πιθανότερο είναι ότι θα αποσυρθούν στο βόρειο Ιράκ, αναμένοντας την κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Ας σημειωθεί ότι η κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να απελευθερώσει τον Οτσαλάν. Φοβάται ότι θα κατηγορηθεί από τους αντιπάλους της για εθνική προδοσία και θα χάσει έδαφος στην τουρκική κοινή γνώμη. Συζητάει τη μετατροπή της ποινής του σε κατ’ οίκον περιορισμό, αλλά αυτό απορρίπτεται από το ΡΚΚ.
Όπως έχει εύστοχα δηλώσει ο Νταβούτογλου, η πολιτική λύση του Κουρδικού είναι προϋπόθεση για να κάνει πράξη η Τουρκία τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της. Όσο η πληγή του Κουρδικού είναι ανοικτή, η Τουρκία θα αιμορραγεί. Οι πιθανότητες, όμως, να συμφωνηθεί πολιτική λύση στο πλαίσιο που επιδιώκει ο Ερντογάν είναι περιορισμένες. Οι Κούρδοι ζητούν πολύ περισσότερα απ’ όσα είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι νεοοθωμανοί, γεγονός που δυσκολεύει την επίτευξη συμβιβασμού. Ακόμα, όμως, κι αν τελικώς προκύψει ένας τέτοιος συμβιβασμός και δρομολογηθεί μια τέτοια πολιτική λύση, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι το εθνικό-πολιτικό τοπίο στην Τουρκία θα σταθεροποιηθεί. Αντιθέτως, είναι πιθανόν να τροφοδοτηθεί μια δυναμική που θα ανοίξει τον δρόμο για την έγερση κουρδικών απαιτήσεων οι οποίες μεσομακροπρόθεσμα θα αμφισβητήσουν το ενιαίο του τουρκικού κράτους.
 Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, η μεγάλη πρόκληση για τον Ερντογάν είναι η συριακή κρίση. Δέχεται ήδη έντονη κριτική από την αντιπολίτευση για την άμεση εμπλοκή της Τουρκίας, η οποία διευκόλυνε τη δημιουργία ενός κουρδικού κρατικού υβριδίου στη βόρεια Συρία, που διατηρεί στενούς δεσμούς με το ΡΚΚ. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται ένα οργανωμένο κουρδικό τόξο στα ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας, το οποίο εκ των πραγμάτων προσδίδει στρατηγικό βάθος στο αντάρτικο. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει ποντάρει στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και στην εδραίωση της τουρκικής επιρροής στο διάδοχο (σουνίτικο) καθεστώς.
Η ουσία του δόγματος Νταβούτογλου είναι ότι η Τουρκία δεν πρέπει να λειτουργεί πια όπως στο παρελθόν: ούτε σαν το ακραίο φυλάκιο της Δύσης στην Ανατολή, ούτε σαν γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ούτε σαν πολύτιμο γεωπολιτικό οικόπεδο μεταξύ Ευρώπης, Κεντρικής Ασίας και Μέσης Ανατολής. Σύμφωνα με τη θεώρησή του, ο εδαφικός και πληθυσμιακός όγκος, το αυτοκρατορικό παρελθόν και οι δυνατότητες επιρροής της Τουρκίας τη διευκολύνουν να αναδειχθεί σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη.
Για να το επιτύχει στο νέο διεθνές περιβάλλον, η νεοοθωμανική κυβέρνηση ασκεί μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Αναλαμβάνει, δηλαδή, ενεργό ρόλο και πολιτικές δεσμεύσεις στην ευρύτερη περιοχή, χωρίς, όμως, να χαλαρώνει τους δεσμούς της με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, αλλά και χωρίς αυτοί οι δεσμοί να εμποδίζουν την ανάπτυξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Στην πραγματικότητα, η νεοοθωμανική Τουρκία επιχειρεί να εδραιώσει ηγεμονικό ρόλο στην Ανατολή, ώστε να μπορεί από ενισχυμένη θέση να διαπραγματεύεται με τη Δύση.
Η προμετωπίδα “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες”, με την οποία η Άγκυρα επιχείρησε να οικοδομήσει την ηγεμονία της στον μεταοθωμανικό χώρο, έχει ρηγματωθεί. Η συνεννόηση με την Τεχεράνη και τη Δαμασκό για την από κοινού αντιμετώπιση του Κουρδικού έχει καταρρεύσει.
Η ευθεία αντιπαράθεση με το Ισραήλ έχει χαρίσει στον Ερντογάν μεγάλη δημοφιλία ειδικά στη μουσουλμανική κοινή γνώμη και ειδικότερα στα σουνιτικά καθεστώτα που προέκυψαν από την “Αραβική Άνοιξη”. Από την άλλη πλευρά, όμως, προκάλεσε παρενέργειες. Το Ισραήλ στράφηκε προς την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα για να εξασφαλίσει την ασφάλεια του δρόμου προς τη Δύση. Οι αλλαγές αυτές στις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο δεν πρόλαβαν να παγιωθούν. Με ισχυρή παρέμβαση του Ομπάμα, ο Νετανιάχου ζήτησε συγγνώμη από τον Ερντογάν για την επίθεση στο Μαβί Μαρμαρά, ώστε να καταστεί δυνατή η επαναπροσέγγιση, την οποία επιθυμούν και οι δύο πλευρές, η καθεμιά για τους δικούς της λόγους.
Η γεφύρωση του χάσματος, ωστόσο, δύσκολα θα επαναφέρει τις  τουρκοϊσραηλινές σχέσεις στο προηγούμενο επίπεδο στρατηγικής συνεργασίας. Η πολιτική εμπιστοσύνη έχει διαρραγεί. Μόνο τα γεγονότα θα δείξουν εάν και πόσο η επαναπροσέγγιση θα περιορισθεί στην εξομάλυνση των διμερών σχέσεων ή αντιθέτως θα προσλάβει δυναμική.
Η ανακάλυψη σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων προσδίδει νέα αξία στην περιοχή, αλλά η διψασμένη για ενέργεια Τουρκία είναι εκτός νυμφώνος. Η αποτυχία των νεοοθωμανών να εμποδίσουν την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για να σπάσουν τη στρατηγική συνεργασία του Ισραήλ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η επαναπροσέγγιση του Τελ Αβίβ με την Άγκυρα αναπόφευκτα θα επηρεάσει αυτήν τη στρατηγική συνεργασία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο.
Είναι προφανές ότι το Ισραήλ υποχρεώνεται να αποδεχθεί έναν αυξημένο γεωπολιτικό ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, θα χαράζει την πολιτική του λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της Άγκυρας. Αυτό, βεβαίως, θα αφορά και το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά και βεβαίως το ζήτημα των ενεργειακών κοιτασμάτων. Το Ισραήλ, άλλωστε, ερωτοτροπεί με την ιδέα να διοχετεύσει με υποθαλάσσιο αγωγό το φυσικό αέριό του στη διψασμένη για ενέργεια Τουρκία. Το σχέδιο αυτό έχει συζητηθεί και από οικονομικής απόψεως είναι προσιτό. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι Ισραηλινοί θα επιλέξουν να εξαρτήσουν τις εξαγωγές τους αποκλειστικά από την Τουρκία, ειδικά μετά την κρίση που πέρασαν οι διμερείς σχέσεις τους.
Εάν επιλεγεί αυτός ο δρόμος, είναι προφανές ότι οι δύο χώρες θα αλληλεξαρτηθούν σε πολύ μεγάλο βαθμό, γεγονός που αναπόφευκτα θα προσδώσει νέα ποιοτική διάσταση και στη συνεργασία τους στο γεωπολιτικό επίπεδο. Εάν οι εξελίξεις πάρουν αυτή την τροπή, οι επιπτώσεις για την Κυπριακή Δημοκρατία (και για την Ελλάδα) θα είναι δυσμενείς. Στο οικονομικό επίπεδο, το κόστος για την εξαγωγή του κυπριακού φυσικού αερίου θα αυξηθεί, επειδή δεν θα υπάρχουν οικονομίες κλίμακας, αν και αυτό θα εξαρτηθεί από το εάν θα ανακαλυφθούν νέα μεγάλα κοιτάσματα στην κυπριακή ΑΟΖ. Πιθανόν, μάλιστα, να ασκηθούν πιέσεις στη Λευκωσία από την Τρόικα να διοχετεύσει και το κυπριακό φυσικό αέριο στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω Τουρκίας.
Στο πολιτικό επίπεδο, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι Τούρκοι να επιχειρήσουν να σταματήσουν τις γεωτρήσεις σε άλλα θαλάσσια οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ. Οι πιθανότητες, όμως, είναι λίγες, επειδή απέναντί τους δεν θα έχουν μόνο τη Λευκωσία, αλλά και τις πετρελαϊκές εταιρείες που έχουν εξασφαλίσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης. Οι Ευρωπαίοι, άλλωστε, ετοιμάζονται να βάλουν χέρι στα κυπριακά ενεργειακά κοιτάσματα. Για να το επιτύχουν, αυτά πρέπει να ελέγχονται από την αδύναμη Κυπριακή Δημοκρατία κι όχι από τη δύσκολη και απαιτητική Τουρκία. Από την πλευρά τους, οι Αμερικανοί έχουν την τάση να διευθετήσουν τις τοπικές αντιθέσεις προωθώντας σχήματα συνεκμετάλλευσης, όπου η Τουρκία θα έχει μερίδιο παρότι δεν το δικαιούται.
Η κρίση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος χρησιμοποιήθηκε ως ευκαιρία για να εκκαθαρισθούν όχι μόνο οικονομικού, αλλά και γεωπολιτικού χαρακτήρα λογαριασμοί. Κυρίως για να συρρικνωθεί η ρωσική παρουσία και επιρροή στην Κύπρο, την οποία επιδιώκουν όχι μόνο οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, αλλά και το Ισραήλ και η Τουρκία. Η μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε προτεκτοράτο της Ευρωζώνης (ουσιαστικά της Γερμανίας) δεν θα έχει μόνο βαρύτατες επιπτώσεις στο οικονομικό επίπεδο. Τόσο το ευρωπαϊκό ιερατείο όσο και ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας δεν κρύβουν την πρόθεσή τους να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία για να κλείσουν το Κυπριακό, επιβάλλοντας μια λύση τύπου Ανάν. Η παρουσία του Αναστασιάδη στην προεδρία τούς διευκολύνει ακόμα περισσότερο.
Η προσπάθεια των Τούρκων να βάλουν χέρι στα κυπριακά κοιτάσματα συνδέεται με την ορατή πρόθεσή τους να δημιουργήσουν τετελεσμένα στην περιοχή του Καστελλόριζου, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Στόχος τους είναι να πιέσουν την Αθήνα να εισέλθει σε διαπραγματεύσεις για συνεκμετάλλευση των όποιων κοιτασμάτων. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η επιδίωξη της Άγκυρας επαναφέρει στο τραπέζι τα χρόνια προβλήματα που εδώ και δεκαετίες έχουν εγείρει στο Αιγαίο οι μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις.
Οι νεοοωθομανοί είναι εξίσου εθνικιστές με τους κεμαλιστές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Στα ελληνοτουρκικά, άλλωστε, έχει επέλθει μια όσμωση μεταξύ τους. Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν και σοβαρές διαφορές, κι όχι μόνο στο επίπεδο του ύφους και της ρητορικής. Το κεμαλικό κατεστημένο είναι φορέας του παραδοσιακού τουρκικού εθνικισμού. Επιδιώκει να ακυρώσει ελληνικά διοικητικά και κυριαρχικά δικαιώματα, να αμφισβητήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και, εάν βρει την κατάλληλη ευκαιρία, να επεκταθεί εις βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο και στη Θράκη.
Ο Ερντογάν δεν γίνεται σημαιοφόρος των χρόνιων τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων, δεν τις βάζει στη διπλωματική βιτρίνα του. Καλλιεργεί ένα κλίμα διευθέτησης των διμερών προβλημάτων, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει τις πάγιες θέσεις και τις προκλητικές πρακτικές. Εμφανίζεται, όμως, πιο ευέλικτος. Αποφεύγει τα κατηγορηματικά “όχι”. Προτιμά να ζητάει υψηλό πολιτικό αντάλλαγμα για να κάνει το παραμικρό βήμα πίσω. Ως φορέας της νεοοθωμανικής ιδεολογίας και στρατηγικής, επιχειρεί να καταστήσει την Τουρκία κέντρο και ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου. Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκει να ρυμουλκήσει σταδιακά την Ελλάδα σε μια κατάσταση άτυπης δορυφοροποίησης. Για να προωθήσει τον στόχο του υιοθετεί ρητορικά ανοίγματα, δίνοντας έμφαση στην “ήπια ισχύ”. Τη στρατιωτική πίεση, άλλωστε, την ασκεί παραλλήλως η στρατογραφειοκρατία.
Από τη στιγμή που η διαπραγματευτική ισχύς της βρίσκεται στο ναδίρ, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη πολλαπλώς. Επηρεάζεται ο τρόπος που την αντιμετωπίζει η μεγαλύτερη και ενδυναμωμένη αυτή την περίοδο Τουρκία, η οποία εδώ και δεκαετίες επιδίδεται σ’ έναν διπλωματικό πόλεμο θέσεων, όπου κεντρικό ρόλο έπαιζε πάντα η απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Η συχνά βελούδινη ρητορική του Ερντογάν δεν αλλάζει τα αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία μπορεί να παρακάμπτει η ρητορική, αλλά λαμβάνει καθοριστικά υπόψη η πραγματική εξωτερική πολιτική. Η ιστορία, άλλωστε, αποδεικνύει ότι η Άγκυρα εκμεταλλεύεται τις στιγμές αδυναμίας της Ελλάδας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια μεγάλη μερίδα των ελληνικών αρχουσών ελίτ, εθισμένη στην εξάρτηση και στον πολιτικό μεταπρατισμό, δείχνει έτοιμη να αποδεχθεί ένα καθεστώς έμμεσης δορυφοροποίησης της Ελλάδας και πρόσδεσής της  στο άρμα της νεοοθωμανικής Τουρκίας. Η ανάπτυξη των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την κρίση της Ευρωζώνης, φαίνεται να ενισχύει αυτή την τάση. Κάποτε το δίλημμα είχε τεθεί με όρους “παπική τιάρα ή τουρκικό φέσι;”. Σήμερα δεν τίθεται καν δίλημμα. Η μετατροπή της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο (για την ακρίβεια σε γερμανικό) μπορεί να συνδυασθεί με την αποδοχή της γεωπολιτικής εξάρτησης από την Άγκυρα.
 Η πορεία της κυβέρνησης Ερντογάν, όμως, θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από τις εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας. Στην Τουρκία εμπεδώθηκε σταδιακά η ανοικτή οικονομία και η προσαρμογή στις απαιτήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Η νεοοθωμανική κυβέρνηση ολοκλήρωσε το έργο που είχε ξεκινήσει ο Οζάλ τρεις δεκαετίες πριν. Από το 2002 η τουρκική οικονομία αρχίζει μια χωρίς ερωτηματικά προσαρμογή. Οι οδηγίες του ΔΝΤ ακολουθούνται πιστά. Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν την αιχμή του δόρατος της οικονομικής πολιτικής που εξαρχής εφάρμοσε η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Παραλλήλως, πραγματοποιήθηκαν οι απαιτούμενες αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο αποτελεί  τον κύριο παράγοντα διαμεσολάβησης της εγχώριας οικονομίας με τις παγκοσμιοποιημένες κεφαλαιακές ροές.
Η μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας στηρίζεται στην εισροή διεθνών κεφαλαίων, μακροπρόθεσμων (άμεσες ξένες επενδύσεις) και βραχυπρόθεσμων (επενδύσεις χαρτοφυλακίου). Η εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από αυτές τις εισροές είναι καταλυτική. Η γρήγορη και μαζική έξοδος των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων έχει οδηγήσει πολλές χώρες στην κατάρρευση. Με άλλα λόγια, το σημερινό πλεονέκτημα της τουρκικής οικονομίας αποτελεί ταυτοχρόνως και ενδεχόμενο μελλοντικό μειονέκτημα. Οι αιφνίδιες μαζικές εκροές κεφαλαίων είναι η άλλη όψη της μαζικής εισροής βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων (χαρτοφυλακίου). Η κρίση της νοτιοανατολικής Ασίας το 1997 είναι πολύ πρόσφατη για να ξεχασθεί.
Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε σημαντική μείωση στον ρυθμό αύξησης του τουρκικού ΑΕΠ. Οι αρνητικές επιπτώσεις, μάλιστα, θα ήταν πολύ μεγαλύτερες εάν δεν είχε χρησιμοποιηθεί υπέρμετρα το εργαλείο της επεκτατικής πιστωτικής πολιτικής. Οι παρενέργειες αυτής της πολιτικής είναι αύξηση της καταναλωτικής ζήτησης, η οποία τροφοδότησε τις εισαγωγές, αύξησε το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και προκάλεσε πληθωριστικές πιέσεις. Όλα αυτά ενδέχεται να είναι πρόδρομες ενδείξεις εισόδου της τουρκικής οικονομίας σε ύφεση. Είναι σαν τα άλμπατρος που προαναγγέλλουν την καταιγίδα. Συνήθως η καταστροφή φθάνει χωρίς να έχει προλάβει η κυβέρνηση να αντιδράσει.
Οι κεφαλαιακές εισροές, πάντως, υποστήριξαν τη μεγάλη εγχώρια πιστωτική επέκταση στην Τουρκία. Τα τελευταία τρία έτη ο λόγος του χρέους προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε σημαντικά, φθάνοντας σχεδόν το 45%. Η υπερβάλλουσα ζήτηση διοχετεύθηκε σε μεγάλο ποσοστό στις εισαγωγές. Η αύξηση των εισαγωγών διαρκών καταναλωτικών αγαθών ήταν περίπου 60% την περίοδο 2003-2011, ενώ η εισαγωγή των κεφαλαιουχικών αγαθών την περίοδο 2008-2011 παρουσίασε ελαφρά πτώση.
Πρόβλημα δεν είναι μόνο το μέγεθος του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πρόβλημα είναι και το γεγονός ότι η χρηματοδότησή του πραγματοποιείται με λανθασμένο τρόπο. Μόνο το 15% του ελλείμματος χρηματοδοτείται από άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ το υπόλοιπο χρηματοδοτείται από επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου παρουσιάζουν γνωστή συμπεριφορά παγκοσμίως και η Τουρκία δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε περιόδους κρίσεων επιζητούν όλο και υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου, αυξάνοντας συνεχώς το κόστος χρηματοδότησης.
Οι βραχυπρόθεσμες εκδόσεις χρέους σε τουρκική λίρα, οι οποίες διακρατούνται από τα τραπεζικά ιδρύματα και τα hedge funds, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων. Έχουν, μάλιστα, δημιουργήσει αυξημένους κινδύνους κυρίως όσον αφορά την αναχρηματοδότησή τους. Θα πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2010 εισέρεαν ξένες καταθέσεις, κυρίως λόγω των υψηλών επιτοκίων, τα οποία υπερκάλυπταν τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας. Καθώς επιταχύνθηκε ο ρυθμός διολίσθησης της τουρκικής λίρας, οι ξένοι καταθέτες μείωσαν τις καταθέσεις τους στο εγχώριο νόμισμα, εξαναγκάζοντας την τουρκική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με χρηματοδοτικούς πόρους σε συνάλλαγμα (πρωτίστως σε δολάρια).
Η ανάγκη κανονικότητας στη λειτουργία των διεθνών αγορών καθίσταται επιτακτική για την τουρκική οικονομία και για ακόμα έναν λόγο. Οι εξαγωγές της έχουν ανάγκη τα εισοδήματα των καταναλωτών στις αναπτυγμένες χώρες. Για την Τουρκία ισχύει ό,τι ισχύει για όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες. Η μεγέθυνση του διεθνούς εμπορίου συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εισοδηματική κατάσταση των καταναλωτών του ανεπτυγμένου κόσμου. Οι προοπτικές του διεθνούς εμπορίου  για το 2013 αλλά και για το 2014 (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ) δεν είναι καθόλου ευνοϊκές. Ένας από τους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεχίζει να βρίσκεται σε στασιμότητα.
Η Τουρκία έχει μία πρόσθετη εξάρτηση από το εξωτερικό: την εισροή ενεργειακών πόρων. Σχεδόν το σύνολο των απαιτουμένων ενεργειακών πόρων για τη λειτουργία της οικονομίας της εισάγεται από το εξωτερικό. Εκτός από τις γεωπολιτικές πλευρές του ζητήματος, από καθαρή οικονομική οπτική, χρειάζεται και σ’ αυτόν τον τομέα να υπάρχει μια κανονικότητα στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, η οποία δεν φαίνεται ότι θα ισχύει στα επόμενα έτη.
Όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες, τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας καλύπτονται από τη σημαντική μεγέθυνση του ΑΕΠ. Η μεγέθυνση λειτουργεί σαν μανδύας επικάλυψης των εγγενών ανισορροπιών της. Το δημόσιο χρέος παραμένει χαμηλό, κυρίως επειδή ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μεγεθύνθηκε σημαντικότατα, με παράλληλη, βεβαίως, παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων. Τα προβλήματα θα αρχίσουν να αποκαλύπτονται όταν η μεγέθυνση του ΑΕΠ μειωθεί.
Είναι, άραγε, διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα η μεγέθυνση του ΑΕΠ με το συγκεκριμένο υπόδειγμα ανάπτυξης που έχει υιοθετήσει η τουρκική οικονομία; Ποιες είναι οι πιθανότητες να διακοπεί, για λόγους εγγενείς ή συγκυριακούς, η μεγέθυνση; Η συσσωρευμένη εμπειρία άλλων χωρών προσφέρει τις απαντήσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις πρωταρχικά και οι συνεπακόλουθες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για την εισροή ξένων πόρων στην τουρκική οικονομία. Κι αυτό επειδή προσελκύουν επενδύσεις χαρτοφυλακίου, οι οποίες, βεβαίως, έχουν αυτονομία ως προς την κίνησή τους. Ακολουθεί η πιστωτική επέκταση μέσω του τραπεζικού συστήματος, η οποία έχει σαφέστατη σχέση με τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου.
Τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, λοιπόν, πυροδοτούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Όσο το τουρκικό κράτος θα συνεχίζει να ιδιωτικοποιεί κρατικές επιχειρήσεις, θα υπάρχουν πόροι οι οποίοι θα εισέρχονται στην οικονομία συνοδευόμενοι από επιπλέον πόρους. Οι ιδιωτικοποιήσεις στη νεοκλασική-νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη έχουν τον ρόλο (με την ευρεία έννοια και με πολλές διαφοροποιήσεις) που στο κεϋνσιανό υπόδειγμα έχουν οι δημόσιες επενδύσεις. Τα προβλήματα θα αρχίσουν να εμφανίζονται και θα εντείνονται όταν δεν θα υπάρχουν πλέον κρατικές επιχειρήσεις για να συνεχιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Τότε θα σταματήσουν οι εισροές των πόρων που υποστηρίζουν σήμερα τη χρηματοδότηση της παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και οι συνοδευτικοί κερδοσκοπικοί πόροι, οι οποίοι συντηρούν το σημερινό καταναλωτικό πρότυπο.
Για το 2013 η τουρκική κυβέρνηση έχει προϋπολογίσει συνολικά έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις ύψους 20 δισ. δολ. Όλα αυτά, βεβαίως, θα εξακολουθούν να συμβαίνουν υπό την αίρεση ότι θα συνεχίσει να υπάρχει η πολιτική σταθερότητα στη χώρα και ότι οι γεωπολιτικές ισορροπίες δεν θα περιπλακούν. Υπάρχουν, όμως, και άλλα προβλήματα, τα οποία θέτουν ζητήματα για τις οικονομικές εξελίξεις στην Τουρκία. Τα προβλήματα αυτά δυσκολεύουν αφάνταστα την οργανική αφομοίωση των μέχρι σήμερα οικονομικών εκσυγχρονιστικών αλλαγών. Επειδή ο βασικός φορέας αυτών των αλλαγών είναι το πολυεθνικό κεφάλαιο, δεν είναι δεδομένο ότι αυτές οι αλλαγές θα καταστούν κτήμα της τουρκικής παραγωγικής διαδικασίας.
Η τουρκική οικονομία δεν αντιμετωπίζει βραχυπρόθεσμα προβλήματα. Αντιμετωπίζει, όμως, προβλήματα που συνδέονται με τα δομικά χαρακτηριστικά της και αναμένεται να την επηρεάσουν αποφασιστικά σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Η χώρα δεν έχει φυσικούς και ενεργειακούς πόρους, όπως η Ρωσία ή η Βραζιλία, ενώ δεν διαθέτει και το απαραίτητο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, ώστε να ενσωματώσει δημιουργικά τη μεταφερόμενη τεχνολογία και να ανταγωνισθεί τις αναπτυσσόμενες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας.
Το τελικό συμπέρασμα είναι πως υπάρχουν έντονα χαρακτηριστικά πιστωτικής φούσκας στην τουρκική οικονομία. Υπάρχουν, όμως, και αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες στηρίζουν τη συγκεκριμένη διαδικασία ανάπτυξης. Το χαμηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι ένα θετικό στοιχείο, όπως επίσης και η ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων. Και τα δύο, όμως, είναι σε απόλυτη συνάρτηση με τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Όσο το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, οι ανισορροπίες θα παραμένουν κάτω από το χαλί. Επομένως, το ζήτημα εστιάζεται στο πότε θα εκλείψουν οι παράγοντες οι οποίοι τροφοδοτούν τη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Οι παράγοντες αυτοί συνδέονται με το γεγονός ότι το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα αντιμετωπίζει πλέον κρίσιμα προβλήματα αναπαραγωγής. Έχει οδηγήσει την παγκόσμια οικονομία σε πλήρη ανισορροπία. Αυτό συνάγεται από τις υπάρχουσες ανισορροπίες μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών και επιδεινώνεται από το γεγονός ότι καμία από τις πλεονασματικές χώρες δεν αποτελεί ηγέτιδα δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Καμία χώρα από αυτές δεν έχει την πλήρη οικονομική υπεροπλία, επειδή κανένα από τα νομίσματα αυτών των χωρών δεν είναι ή δεν διεκδικεί τη θέση του παγκόσμιου νομίσματος. Επίσης, καμία απ’ αυτές τις χώρες δεν στηρίζεται πρωταρχικά στην εγχώρια ζήτηση για τη μεγέθυνση της οικονομίας της. Αντιθέτως, επιδιώκουν να στηρίξουν τη μεγέθυνση στις εξαγωγές. Αυτό δείχνει ότι απέχουν πολύ από το να μπορούν να διεκδικήσουν τη θέση της ηγεμονεύουσας δύναμης, ακόμα και αν προς στιγμήν παραβλέψουμε της άλλες προϋποθέσεις, την πολιτική, στρατιωτική και πολιτιστική ηγεμονία.
Η Τουρκία ουσιαστικά ακολουθεί ένα υπόδειγμα, το οποίο όλο και συχνότερα θα παράγει κρίσεις, όλο και περισσότερο θα εμφανίζει προβλήματα, όλο και περισσότερο θα εξωθεί χώρες σε υιοθέτηση αμυντικής στάσης έναντι της παγκοσμιοποίησης. Το γεγονός ότι τα εφαρμοσμένα υποδείγματα ανάπτυξης έχουν αρχή και τέλος είναι αποδεδειγμένο στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Στην παρούσα ιστορική στιγμή δεν βρισκόμαστε σίγουρα στην αρχή του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Μάλλον προς το τέλος βρισκόμαστε. Το μόνο που δεν γνωρίζουμε είναι εάν το τέλος θα έρθει με ένα γδούπο ή με ένα λυγμό.

Σταύρου Λυγερού, Κώστα Μελά

Πηγή
 www.anixneuseis.gr 
22-5-2013