Ένσταση αντισυνταγματικότητας

Οι νομικοί των θιγόμενων από τον νέο διπλό φόρο στα ακίνητα πιστεύουν ότι οι ρυθμίσεις του παραβιάζουν θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος της χώρας, διότι:
  • Ενώ το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 1, 2 και 5) ρητά επιβάλλει την ισότιμη και αδιάκριτη συμμετοχή των πολιτών στα δημόσια βάρη, το νομοσχέδιο προβλέπει αυθαίρετες διακρίσεις στη συμμετοχή αυτή ανάλογα με το είδος της ακίνητης περιουσίας τους ως αστικής ή εκτός σχεδίου, υπέρ της μιας κατηγορίας φορολογουμένων και σε βάρος μιας άλλης, μέσω της διπλής φορολόγησής της δεύτερης, δηλαδή των κατόχων αστικής ακίνητης περιουσίας.
  • Διότι ενώ το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5) ρητά προβλέπει την αναλογική φορολογική επιβάρυνση των πολιτών («ανάλογα με τις δυνάμεις τους»), που είναι το συνολικό εισόδημα του κάθε πολίτη, το νομοσχέδιο επιβάλλει πολλαπλά φορολογικά βάρη υπολογισμένα με εκθετική μαθηματική επιβάρυνση (δήθεν…προοδευτική) με βάση την απλή κατοχή απρόσοδης ακίνητης περιουσίας, με απόλυτη αντικειμενική αδυναμία εκποίησής της, που προκαλείται από την ίδια τη ληστρική φορολογική επιβάρυνσή της.
  • Διότι ενώ κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους», η διπλή φορολόγηση της αστικής ακίνητης περιουσίας, με βάση αντικειμενικές αξίες ή τιμές ζώνης που είναι πολλαπλάσιες των σημερινών και ληστρικούς φορολογικούς συντελεστές οδηγεί σε έμμεση αλλά νομοτελειακή δήμευση της ιδιοκτησίας μέσω της κατάλυσης του πυρήνα του ιδιοκτησιακού δικαιώματος των πολιτών, γεγονός που θα οδηγήσει μεγάλο αριθμό πολιτών με απρόσοδες περιουσίες στην απώλεια των περιουσιών τους και τελικά στη φυλακή.
  • Διότι ενώ το Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) ρητά προβλέπει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, το νομοσχέδιο αυτό περιέχει διατάξεις που αποστερούν τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη και συμμετοχής σε κάθε οικονομική συναλλαγή σε όσους πολίτες θα βρεθούν σε αντικειμενική αδυναμία πληρωμής των αστρονομικών φορολογικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό.
  • Διότι εξάλλου, το σύστημα υπολογισμού του φόρου, καθιερώνει μία σειρά αντικειμενικών -και πρακτικά αμάχητων- τεκμηρίων τα οποία λαμβάνονται περιοριστικά υπόψη προκειμένου να καθορισθεί η φορολογική υποχρέωση, χωρίς ο πολίτης να έχει τη δυνατότητα να αντιτάξει άλλα κρίσιμα στοιχεία απαραίτητα για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας του ακινήτου του, κάτι το οποίο καταργεί κάθε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, παραβιάζοντας τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος.
Μέχρι σήμερα, η Κυβέρνηση, ενώ υπερασπίζεται τη δημοσιονομική αναγκαιότητα του φόρου, ελάχιστα έλλογα επιχειρήματα διατυπώνει σε δημόσιο Λόγο για να υπερασπιστεί τη συνταγματικότητά του φόρου. Και μεταθέτει την ευθύνη στη δικανική πεποίθηση των δικαστών, στην ορθή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σε προηγούμενο κείμενό μου στο Protagon (Σάλτο Μορτάλε) διατύπωσα, βραχύλογα, μία ανησυχία για όλο αυτό, δια της συρραφής δύο (ακραία αντίθετων) δηλώσεων πολιτικών (που έχουν υπηρετήσει ως Υπουργοί Οικονομικών σε κυβερνήσεις της Ν. Δημοκρατίας) καθώς και ενός συναφούς αποσπάσματος από άρθρο νομικού και δημοσιογράφου. Το σχόλια των αναγνωστών κατέστησαν σαφές ότι η βραχυλογία δεν αρμόζει στο αυτό το θέμα. Mea culpa. Με την σημερινή μακρολογία, έχοντας εν συντομία παραθέσει τα νομικά επιχειρήματα των θιγόμενων, προσκαλώ τους αναγνώστες της αντίθετης άποψης να καταθέσουν τα δικά τους.
Όμως, το (επώνυμο) σχόλιο ενός αναγνώστη προσέθεσε και μία άλλη, πιο ανησυχητική (από την όποια αντισυνταγματικότητα) διάσταση στη συζήτηση. Το παραθέτω αυτούσιο: «Σχετικῶς μὲ τὴν ἔνσταση ἀντισυνταγματικότητος, τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀποφασίζει μὲ καθαρὰ νομικὴ συλλογιστική : Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸ κράτος δὲν ἔχει χρήματα γιὰ νὰ ἐκτελέσει ὅλα του τὰ καθήκοντα, τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ ἡ ὅλη λειτουργία τοῦ Συντάγματος. Κράτος, ὑποτίθεται, νόμων χρειάζεται δικαστὲς γιὰ νὰ λειτουργήσει. Οἱ δικαστὲς πρέπει νὰ πληρωθοῦν. Ἂν οἱ πόροι δὲν ὑπάρχουν μὲ συνταγματικὰ μέσα, θὰ βρεθοῦν μὲ αντισυνταγματικά. Ἀλλὰ ἡ ζημία θὰ εἶναι ἀπείρως μικρότερη ἀπὸ τὸ νὰ μὴν πληρωθοῦν οἱ δικαστές και, συνεπῶς, νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ κανένας νόμος. Σημειῶστε ὅτι τὴν ὡς ἄνω αἰτιολόγηση χρησιμοποίησε ὁ Πρόεδρος τῶν ΗΠΑ Ἀβρααὰμ Λίνκολν γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν σύλληψη καὶ ἐκτόπιση ἀντιδρώντων στὴν πολιτική του κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου τῶν ΗΠΑ. Καλύτερα νὰ μὴν τηρεῖται ἕνας νόμος, παρὰ νὰ μὴν τηρεῖται κανένας.»
Δεν είμαι νομικός, αλλά έμαθα να αντιμετωπίζω με το προσήκον δέος τη Δικανική Πεποίθηση - που προέρχεται από την άμεση και ελεύθερη διάγνωση και απορρέει, συνηθέστερα, από την πείρα και τη σκέψη. Ελπίζω μόνο να μην καταδικαστώ ποτέ επειδή, με τη φάτσα που ‘χω, μου ταιριάζει να έχω διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία θα κατηγορηθώ. Με απόλυτη προσοχή στέκομαι απέναντι στην έννοια του Υπέρτερου Καλού. Ελπίζω μόνο να είχε άδικο ο Μάνος Χατζιδάκις όταν έγραφε ότι: «Το ιδανικό των νεκροταφείων έγινε ιδανικό των δημοκρατικών μας κυβερνήσεων. Γιατί συμφέρει.».
Ως πολίτης, μετέχω στο Κοινό Περί Δικαίου Αίσθημα – ενός κόσμου που σήμερα δοκιμάζεται άσχημα στις συμπληγάδες μίας ανέξοδης ευαισθησίας, από τη μια, και ενός ισοπεδωτικού πραγματισμού, από την άλλη. Ενός αυθάδους πραγματισμού που όταν κάποιος δεν είναι πρόχειρος και γρήγορος με τις λύσεις, όταν δεν βλέπει κάτι καλύτερο να προτείνει, άμεσα, σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλη λύση - παρά μόνον η δικιά του – που είναι η καλύτερη και η μόνη. Αναρωτιέμαι, καμιά φορά, όταν κάποιος δεν βλέπει, μήπως πρέπει να κοιτάξει καλύτερα;
Γιατί φοβάμαι πως έτσι, όπως θα ‘λεγαν κι οι ναυτικοί, δεν βγαίνει ταξίδι.

Χάρης Μαθιόπουλος
http://www.protagon.gr/?i=
protagon.el.oikonomia&id=29851