Κυπριακό: Ένας άλλος δρόμος

Σκίτσο του Βαγγελη Παπαβασιλείου


1.  Κυπριακό: Ένας άλλος δρόμος

 Άλλη μια προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού ξεκινάει, και αυτή τη φορά οι αισιόδοξες φωνές μοιάζουν να είναι περισσότερες. Έχουν δίκιο όμως;

Κατά πάσα πιθανότητα το νέο σχέδιο θα είναι χειρότερο από το απορριφθέν το 2004 σχέδιο Ανάν, εφόσον η Κύπρος βρίσκεται σήμερα σε κατά πολύ δυσμενέστερη θέση από τότε. 
Φυσικά, οι συνομιλίες δεν θα γίνουν μόνο ανάμεσα στις δυο κυπριακές κοινότητες, αλλά αυτό μπορεί να θεωρηθεί θετικό; Αφού μάλιστα, εκτός των άλλων, θα ανακατευτούν και οι Γερμανοί.
Ας αφήσουμε όμως κάποιον πολύ περισσότερο ειδικό, τον κ.Σταύρο Λυγερό, να μας περιγράψει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και να κάνει τις δικές του προτάσεις.

Ένας άλλος δρόμος
 Η επικείμενη κοινή ανακοίνωση των Αναστασιάδη και Έρογλου για την έναρξη των διαπραγματεύσεων επιβεβαιώνει με τα όσα προβλέπει για τη συνταγματική πτυχή, ότι το μόνο που οι Ελληνοκύπριοι μπορούν να περιμένουν από τη Γραμματεία του ΟΗΕ είναι σχέδια τύπου Ανάν. Στα σχεδόν σαράντα χρόνια των συνομιλιών σταδιακά και υπό τον τίτλο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» έχει παγιωθεί ένα «διαπραγματευτικό κεκτημένο» που οδηγεί σε παραλλαγές της ίδιας εκτρωματικής λύσης. Η συμβίωση των δύο κοινοτήτων έχει νόημα μόνο με όρους πραγματικής ομοσπονδίας χωρίς εσωτερικούς φραγμούς και παρεμβατικά δικαιώματα. Τόσο η Άγκυρα όσο και οι Τουρκοκύπριοι όμως δεν επιθυμούν τέτοιο γάμο, γεγονός που καθιστά το ενδεχόμενο αυτό μη ρεαλιστικό.
Για να προσανατολιστεί η διαπραγματευτική διαδικασία προς μια βιώσιμη λύση, που να ανταποκρίνεται με ρεαλισμό στις υφιστάμενες συνθήκες, πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική αναθεώρηση. Κριτήριό της πρέπει να είναι η συλλογική ασφάλεια και ευημερία του κυπριακού Ελληνισμού, ο οποίος στο δημοψήφισμα του 2004 ψήφισε στο συντριπτικό 76% «Όχι» για λόγους αυτοσυντήρησης. Με δεδομένο όμως το συσχετισμό δυνάμεων στο νησί, για να είναι πολιτικά ρεαλιστική μια νέα προσέγγιση πρέπει να εκκινεί από τις βασικές επιδιώξεις των δύο πλευρών.
Με την επανένωση της Μεγαλονήσου να είναι πρακτικά ανέφικτη, οι Ελληνοκύπριοι επιδιώκουν πρωτίστως την ανάκτηση εδάφους και την ασφάλειά τους. Αντιστοίχως, οι Τουρκοκύπριοι επιδιώκουν την αναγνώριση δικού τους κράτους και τη συμμετοχή στην ΕΕ για λόγους ευημερίας και δυνατοτήτων. Στη βάση των εκατέρωθεν επιδιώξεων υπάρχουν περιθώρια για ένα συμβιβασμό που να προβλέπει ως πακέτο, δηλαδή ως αδιάσπαστο σύνολο:
- Την εφαρμογή της αρχής «έδαφος έναντι αναγνώρισης». Επιστροφή εδάφους στους Ελληνοκύπριους με αντάλλαγμα την αναγνώριση τουρκοκυπριακού κράτους.
- Τα δύο κυπριακά κράτη θα έχουν πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα στην επικράτειά τους. Αυτό σημαίνει ότι ο ενεργειακός πλούτος που έχει ανακαλυφθεί ή μπορεί να ανακαλυφθεί στα νότια της Κύπρου θα ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στο ελληνοκυπριακό κράτος. Αντιθέτως κάθε συνεταιρική λύση σημαίνει μοίρασμα αυτού του πλούτου στα δύο συνιστώντα κρατίδια της κοινής ανακοίνωσης και των σχεδίων τύπου Ανάν.
- Τα δύο κυπριακά κράτη θα συγκροτήσουν μια ένωση ανεξάρτητων κρατών, η οποία θα συμμετέχει ως τέτοια στην ΕΕ. Το τουρκοκυπριακό κράτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αυτόνομη συμμετοχή και ούτε η ίδια η ΕΕ θα ήθελε κάτι τέτοιο. Στην Κύπρο δεν θα υπάρχει κοινή κυβέρνηση.
Απλώς μία θεσμοθετημένη διαβούλευση των αντίστοιχων ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών κρατικών οργάνων. Κάθε κράτος θα έχει τη δική του οικονομία, το δικό του μερίδιο από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις και τη δική του ξεχωριστή ευθύνη έναντι της ΕΕ. Με άλλα λόγια, στα κοινοτικά όργανα θα συμμετέχουν από κοινού και με μία ψήφο οι εκπρόσωποι των δύο κυπριακών κρατών. Όπου συμφωνούν, θα ψηφίζουν. Όπου διαφωνούν, θα απέχουν.
- Την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, όπως επίσης την κατάργηση των εγγυητριών δυνάμεων και του επεμβατικού δικαιώματος. Το κάθε κυπριακό κράτος θα έχει δική του Εθνοφρουρά και δυνάμεις ασφαλείας. Ρόλο εγγυητή μπορεί να αναλάβουν από κοινού η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να έχει λόγο και η Άγκυρα. Θα ήταν σκόπιμο η κυπριακή ένωση να ενταχθεί στην Ατλαντική Συμμαχία.
- Την απαγόρευση παροχής υπηκοότητας σε πολίτες τρίτων κρατών για να μην ανατραπεί η υφιστάμενη πληθυσμιακή ισορροπία.
- Τη ρύθμιση του ζητήματος των Τούρκων εποίκων. Θα παραμείνουν όσοι ζουν πάρα πολλά χρόνια στο νησί και έχουν παντρευτεί με Τουρκοκύπριους/ες. Οι υπόλοιποι θα επιστρέψουν στην Τουρκία. Ένα ειδικό διεθνές ταμείο μπορεί να χρηματοδοτήσει την επιστροφή τους.
- Οι Ελληνοκύπριοι θα ανακτήσουν τις περιουσίες τους στο Βορρά και οι Τουρκοκύπριοι στο Νότο. Και οι μεν και οι δε θα έχουν όλα τα δικαιώματα που έχει κάθε Ευρωπαίος στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Για ειδικές περιπτώσεις μπορεί να γίνουν απαλλοτριώσεις με πλήρη αποζημίωση των νόμιμων ιδιοκτητών, ενώ θα παρέχεται και η δυνατότητα εθελούσιας ανταλλαγής περιουσιών.
Προφανώς το προτεινόμενο σχέδιο λύσης είναι διχοτομικό. Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η διχοτόμηση υπάρχει de facto και η υπό διαπραγμάτευση λύση τύπου Ανάν όχι μόνο την καθιστά και de jure, αλλά και κατά τρόπο που μετατρέπει και τη σημερινή ελεύθερη Κύπρο σε όμηρο της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, οι όροι των σχεδίων τύπου Ανάν είναι πολύ πολύ δυσμενέστεροι για τους Ελληνοκύπριους απ’ ό,τι το προτεινόμενο βελούδινο ημιδιαζύγιο στο πλαίσιο και υπό την εποπτεία της ΕΕ. Μεταξύ των κρατών-μελών της EE oι φραγμοί είναι ελάχιστοι σε σύγκριση με αυτά που προβλέπονται κάτω από τον τίτλο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία».
Προφανώς μια τέτοια λύση θα περιορίσει το θεσμικό ρόλο της ελληνοκυπριακής πλευράς στους κόλπους της ΕΕ, δεδομένου ότι η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία είναι ελληνοκυπριακό κράτος. Οι περιορισμοί όμως θα είναι πολύ μεγαλύτεροι εάν ισχύσει κάθε άλλη συνεταιρική λύση. Τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων, άλλωστε, μπορεί να τα προωθεί στο πλαίσιο της ΕΕ η Ελλάδα. Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι έχουν σοβαρά κίνητρα να αποδεχτούν μια τέτοια λύση, επειδή ικανοποιούνται τα δύο βασικά αιτήματά τους. Πρώτον, η αναγνώριση του δικού τους κράτους. Δεύτερον, η ένταξή τους στην ΕΕ.
Από μια τέτοια λύση οι Ελληνοκύπριοι δεν θα κερδίσουν μόνο εδάφη- θα αποφύγουν και όλες τις καταστροφικές συνέπειες σχεδίων τύπου Ανάν, όπως τις δυσλειτουργικότητες, τις δικοινοτικές τριβές, τους περιορισμούς στις τρεις ελευθερίες, την εξάρτηση από διορισμένους ξένους δικαστές – διαιτητές, την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων και το επεμβατικό τους δικαίωμα στο σύνολο της Μεγαλονήσου. Χωρίς περιορισμούς οι Ελληνοκύπριοι θα μετακινούνται, θα εγκαθίστανται και θα δραστηριοποιούνται οικονομικά στη Βόρεια Κύπρο, θα μπορούν να πωλήσουν ή να εκμεταλλευτούν τις περιουσίες τους. Κυρίως όμως θα έχουν δίπλα τους το μικρό τουρκοκυπριακό κράτος, που θα χορεύει πλέον σε ευρωπαϊκούς ρυθμούς και σταδιακά θα αυτονομείται από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας.
Αυτός είναι ο λόγος που κατά πάσα πιθανότητα η Άγκυρα θα επιχειρήσει να τορπιλίσει μια τέτοια λύση. Προφανώς δεν έχει καμία πρόθεση ουσιαστικά να τεθεί εκτός Κύπρου. Δεν θα έχει όμως τα σημερινά επιχειρήματα ότι βρίσκεται στη Μεγαλόνησο για να προστατεύει τους Τουρκοκύπριους και για να τους δίνει διέξοδο από το καθεστώς διεθνούς απομόνωσής τους. Εάν, όπως αναμένεται, αρνηθεί να συζητήσει μια τέτοια λύση, θα έρθει σε αντίθεση με τη μεγάλη πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι θα πληρώσει διπλωματικό κόστος. Στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης θα είναι αυτή -και όχι οι Ελληνοκύπριοι- που δεν θέλουν λύση του Κυπριακού.
Μια τέτοια λύση θα εκτονώσει και τις εθνοτικές αντιθέσεις γιατί η κάθε κοινότητα θα είναι αφεντικό στην επικράτειά της, αλλά στη βάση του ευρωπαϊκού δικαίου. Με άλλα λόγια, θα αρθούν οι αιτίες που τροφοδοτούν τις προκαταλήψεις και τις διαμάχες. Στις σχέσεις των δύο κυπριακών κρατών θα επικρατήσουν τα κριτήρια της οικονομικής συνεργασίας με θετικές συνέπειες για την καλή γειτονία. Αντιθέτως οι λύσεις τύπου Ανάν, εκτός από αφόρητα ετεροβαρείς είναι και συνταγή για πρόκληση νέων εθνοτικών αντιπαραθέσεων και κρίσης. Είναι προφανές ότι η ομοσπονδία έχει προ πολλού εκτοπιστεί από το τραπέζι, παρότι παραμένει ως τίτλος. Στην πράξη το δίλημμα είναι ανάμεσα σε σχέδιο τύπου Ανάν και σε μια λύση όπως αυτή που σκιαγραφήσαμε. Εάν η Λευκωσία προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση, θα υποχρέωνε και τη διεθνή κοινότητα να επανεξετάσει τη στάση της. Μια τέτοια λύση, άλλωστε, είναι συμβατή με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα. Το 2004, αμέσως μετά το «Όχι» στο δημοψήφισμα, η ελληνοκυπριακή πλευρά όφειλε να κλείσει τον προηγούμενο κύκλο διαπραγματεύσεων και να αναζητήσει λύση από μηδενική βάση. Η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ όμως ήταν -και παραμένει- εγκλωβισμένη σε στερεότυπα δεκαετιών που συντηρούν ψευδαισθήσεις. Σε σημαντικό βαθμό το ίδιο ισχύει και για την πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων. Πατούν σε δύο βάρκες. Από τη μια απορρίπτουν λύσεις τύπου Ανάν. Από την άλλη όμως επιμένουν στο -λόγω της τουρκικής άρνησης- μη ρεαλιστικό στερεότυπο της συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους σ’ ένα διζωνικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος. Γι’ αυτό και σύντομα ο Ελληνισμός θα ξαναέρθει αντιμέτωπος με σχέδιο τύπου Ανάν. Μόνο που τώρα βρίσκεται σε πολύ δυσμενέστερη θέση απ’ό,τι το 2004.

του Σταύρου Λυγερού

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:





ΟΤΑΝ τον περασμένο Δεκέμβριο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δημοσιοποίησε τις θέσεις του για το περιεχόμενο της κοινής ανακοίνωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων με σκοπό την έναρξη των διαπραγματεύσεων για επίλυση του Κυπριακού, ήταν ένα σημάδι γι’ αυτά που επρόκειτο να ακολουθήσουν ενάμιση μήνα αργότερα. Τότε, βεβαίως, η κυπριακή κυβέρνηση δήλωνε ότι οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει.

Οταν, μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες η Αγκυρα προέβη σε προκλήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Κασουλίδης είχε κάνει ένα βήμα παραπέρα. Είχε διασυνδέσει την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τη συμπεριφορά της Τουρκίας.

Αρκεσε, όμως, η προ ημερών επίσκεψη της Αμερικανίδας υφυπουργού Εξωτερικών Νούλαντ σε Ελλάδα και Κύπρο για να αποδειχθούν όλες αυτές οι δηλώσεις λόγια του αέρα. Στην πραγματικότητα, η έκδοση της κοινής ανακοίνωσης είχε δρομολογηθεί. Γι’ αυτό και οι δύο πλευρές είχαν καταθέσει τις προτάσεις τους για το περιεχόμενό της από τον περασμένο Δεκέμβριο.

Η κοινή ανακοίνωση έχει καθοριστική σημασία, επειδή δεν είναι μία απλή ολιγόλογη ανακοίνωση ότι θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Είναι ένα είδος προκαταρκτικής συμφωνίας για τη συνταγματική πτυχή, που θα καθορίσει τις λύσεις για κρίσιμα ζητήματα, όπως η φύση του κράτους και το μοίρασμα των εξουσιών ανάμεσα στο κοινό κράτος και στα συνιστώντα κράτη.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην κοινή ανακοίνωση (προς το παρόν είναι σχέδιο, αλλά τα περιθώρια αλλαγών είναι αμελητέα) περιλαμβάνονται δεσμευτικές διατυπώσεις μόνο για τη συνταγματική πτυχή. Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτό το γήπεδο ουσιαστικά οι Τουρκοκύπριοι έχουν μόνο να κερδίσουν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι έχουν μόνο να χάσουν. Κι αυτό, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος του ΟΗΕ και της ευρωζώνης. Αντιθέτως, η κρατική οντότητα στα Κατεχόμενα παραμένει για τη διεθνή νομιμότητα ψευδοκράτος.

Η κοινή ανακοίνωση κινείται απολύτως στο πλαίσιο του σχεδίου Ανάν που πριν 10 χρόνια οι Ελληνοκύπριοι είχαν απορρίψει με το συντριπτικό 76%. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης την έχει αποδεχθεί δεν προκαλεί εντύπωση. Υπενθυμίζουμε ότι ήταν φανατικά υπέρμαχος του «ναι» (αποδοχή του σχεδίου) στο δημοψήφισμα του 2004. Για να κερδίσει τις εκλογές υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι το σχέδιο Ανάν είναι παρελθόν. Στην πραγματικότητα, όμως, η ουσία αυτού του σχεδίου ήταν στο συρτάρι και τώρα ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας το ξανασερβίρει.

Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης διαλαλεί σαν διπλωματική επιτυχία ότι στην κοινή ανακοίνωση αναγνωρίζεται η ενιαία διεθνής προσωπικότητα του νέου κοινού κράτους, η ενιαία κυριαρχία του και η ενιαία ιθαγένεια. Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Ενώ γίνεται αναφορά στις τρεις αυτές έννοιες, τα όσα επεξηγηματικά τις συνοδεύουν ουσιαστικά τις ακυρώνουν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η κυριαρχία (του νέου κοινού κράτους) πηγάζει εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους». Αυτό πρέπει να συνδυασθεί με το γεγονός ότι αφήνεται να εννοηθεί πως το νέο κράτος δεν θα είναι μετεξέλιξη της υφιστάμενης Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά θα προκύψει από τη διάλυσή της.

Στην όχι απίθανη περίπτωση που το νέο κοινό κράτος διαλυθεί, οι Ελληνοκύπριοι θα μείνουν χωρίς τα πλεονεκτήματα που τους εξασφαλίζει σήμερα η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν διεθνώς αναβαθμισθεί. Οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959-60) τους αναβάθμισαν από μειονότητα σε συγκυβερνώσα κοινότητα και τώρα θα αναβαθμισθούν σε λαό που δικαιούται να έχει δικό του κράτος.

Το νέο κοινό κράτος αποκαλείται δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Στην πραγματικότητα, όμως, θα είναι ένα υβρίδιο που παραπέμπει περισσότερο σε συνομοσπονδία παρά σε ομοσπονδία. Το κοινό Σύνταγμα θα καθορίζει τις (προς διαπραγμάτευση) εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αφήνοντας όλες τις υπόλοιπες στα συνιστώντα κράτη (ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό). Αυτό ισχύει στις συνομοσπονδίες, ενώ στις ομοσπονδίες ισχύει το αντίστροφο.

Αλλά και η ενιαία κυριαρχία νοθεύεται. Οπως προκύπτει από το κείμενο, σαν ενιαία κυριαρχία εννοούν την «εξωτερική κυριαρχία» που ταυτίζεται με την ανεξαρτησία κάθε χώρας. Η κρίσιμη, όμως, για την ενότητα του κράτους είναι η εσωτερική κυριαρχία. Αυτή, όμως, θα τεμαχισθεί(!) και θα ανήκει στα συνιστώντα κράτη, γεγονός που επίσης παραπέμπει σε συνομοσπονδία. Τα ίδια ισχύουν και για την ιθαγένεια. Θα υπάρχει η ιθαγένεια του κοινού κράτους και οι ιθαγένειες των συνιστώντων κρατών!

Με άλλα λόγια, μέσω ακροβατισμών επιχειρείται η νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Κατά τρόπο, όμως, που να εξασφαλίζει στην τουρκοκυπριακή πλευρά (και μέσω αυτής στην Αγκυρα) δικαιώματα και στη νότια Κύπρο. Μην έχετε αμφιβολία πως η αρμοδιότητα για τον ενεργειακό πλούτο που ανακαλύπτεται νοτίως της Κύπρου θα δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και μέσω αυτής ο πλούτος θα μοιρασθεί και στους Τουρκοκυπρίους. Η Ουάσιγκτον ποτέ δεν παραλείπει να το λέει.

Ελλαδική συναίνεση με αμερικανική σφραγίδα

ΟΠΩΣ ΦΑΝΗΚΕ και από τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στην Κύπρο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είναι αποφασισμένος να προχωρήσει προς την κατεύθυνση που του υπαγορεύει ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας. Η επίσκεψή του στην Αθήνα επισήμως έχει ως αντικείμενο τη διαβούλευση για την κοινή ανακοίνωση. Πραγματικός στόχος του, όμως, είναι να αποσπάσει την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να διαχειρισθεί από πλεονεκτική θέση το εσωτερικό του πολιτικό μέτωπο.

Στο Μαξίμου υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις για την τροπή που παίρνει το Κυπριακό, αλλά δεν πρόκειται να εκφρασθούν δημοσίως. Φρόντισε γι’ αυτό η Ουάσιγκτον. Εστειλε και στην Ελλάδα την υφυπουργό Εξωτερικών Νούλαντ ακριβώς για να αποτρέψει δηλώσεις που θα έστελναν το μήνυμα ότι η Αθήνα έχει επιφυλάξεις και θα έφερναν σε δύσκολη θέση τον Πρόεδρο Αναστασιάδη.

Ολα δείχνουν ότι η διαδικασία για διευθέτηση του Κυπριακού με μία παραλλαγή του σχεδίου Ανάν θα προχωρήσει με ταχύ ρυθμό. Στην Ουάσιγκτον, αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θεωρούν ότι η συγκυρία προσφέρεται. Η παρουσία του πρόθυμου Αναστασιάδη στην Προεδρία, η υπαγωγή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μνημόνιο και η βύθιση της Ελλάδας στο τέλμα της αδυναμίας και της εξάρτησης δημιουργούν τους όρους για να περάσει αυτό που είχε απορριφθεί κατηγορηματικά το 2004.


του Σταύρου Λυγερού

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: