Έπος του '40: ''Από τους ελαιώνες βρεθήκαμε στη 17η Μεραρχία και το αλβανικό μέτωπο'' ...

Συγκλονιστική μαρτυρία από το Έπος του '40: 
Από τους ελαιώνες βρεθήκαμε στη 17η Μεραρχία και το αλβανικό μέτωπο...

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

(1) Εκείνοι που πολέμησαν.
(2) 1940-41:Οι Αλβανοί στον πόλεμο της Αλβανίας.


(Φωτ.: Δημήτρης Χαρισιάδης)


Συγκλονιστική μαρτυρία από το Έπος του '40: 
Από τους ελαιώνες βρεθήκαμε στη 17η Μεραρχία και το αλβανικό μέτωπο...

Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου ο κόσμος βρισκόταν ήδη στις δουλειές του. Από τα χαράματα ξεκινούσαν, γιατί ήταν η εποχή που μάζευαν τις ελιές. Ήμασταν κι εμείς στον ελαιώνα και μαζεύαμε τις ελιές στο Γκριντίσι. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο αδερφός μου ο Χρήστος, ο οποίος δούλευε στα μεταλλεία της Γερακινής, και μας ανακοίνωσε με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ότι οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Το είχε μάθει από το μοναδικό ραδιόφωνο που βρισκόταν στο καφενείο του Ιωσήφ. Τσουβαλιάσαμε τις ελιές, τις φορτώσαμε στα ζώα και κινήσαμε για το σπίτι. Ήταν ήδη απόγευμα. Στην αγορά (πλατεία του χωριού) μάθαμε ότι είχε φύγει η πρώτη αποστολή για το Μέτωπο.
  • Μόλις νύχτωσε ήρθαν κι άλλα παλικάρια που είχαν επιστρέψει από τις εργασίες τους στα χωράφια και ξεκινήσαμε για τον Πολύγυρο, τραγουδώντας.
Φτάσαμε χαράματα. Εκεί μας έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε στο Πανόραμα κι εκεί μας έντυσαν και μας κατέταξαν, κι αφού σχημάτιζαν λόχους τους έστελναν στο Μέτωπο. Έμεινα εκεί δύο μέρες και μοίραζα τρόφιμα. Στη συνέχεια μας πήγαν στο 3ο Σώμα Στρατού. Τα ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν και βομβάρδιζαν τη Θεσσαλονίκη. Μία από τις βόμβες έπεσε στην Έκθεση. Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για την Αλβανία. Το βράδυ φτάσαμε πεζοπορία στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) κι εκεί διανυχτερεύσαμε. Μέσα στη νύχτα πριν καλά-καλά ξημερώσει προχωρήσαμε για τη Βέροια. Ανήκαμε στη 17η Μεραρχία.


Ο πρώτος βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης

Μαζί με το Στέργιο Τσινά, τον Γιάννη Συρίκα και τον Πατσιούρα Χρήστο και άλλους αποτελέσαμε τη φρουρά του Στρατηγείου. Εκεί μείναμε για οκτώ ημέρες. Οι Ιταλοί χτυπούσαν στον Καλαμά. Στη Βέροια, όταν φτάσαμε, ακούσαμε τις καμπάνες που χτυπούσαν χαρμόσυνα και μας είπαν πως έπεσε η Κορυτσά. Ήταν όμως λάθος η πληροφορία. Από εκεί συνεχίσαμε πεζοί για την Αλβανία. Σ’ ένα χωριό διανυχτερεύσαμε. Την επομένη περάσαμε από τη λίμνη της Καστοριάς. Δεξιά μας αφήσαμε ένα χωριό που το έλεγαν Κολοκυθιά.
  • Για αρκετά μερόνυχτα συνεχίσαμε την πεζοπορία και κάποια στιγμή φτάσαμε στη Βίγλιστα που την είχε καταλάβει πριν από μερικές ημέρες ο ελληνικός στρατός. Εκεί βρήκαμε εφτά καμένα ιταλικά αυτοκίνητα.
Σ’ αυτό το χωριό κατοικούσαν και Βορειοηπειρώτες. Ένα ανδρόγυνο δασκάλων μάς φιλοξένησε. Ήμασταν μια διμοιρία. Την άλλη μέρα κατεβήκαμε μέσα στο χωριό. Συνεχίσαμε για τα ενδότερα της Αλβανίας. Φτάσαμε στην Ερσέκα. Συναντήσαμε Αρβανητάδες που μας είπαν πως είχαν δουλέψει στη Ορμύλια σαν οικοδόμοι. Εκεί μείναμε τέσσερις ημέρες.

Προχωρήσαμε στην Κορυτσά. Κατευθυνθήκαμε στη Λέσνιτσα. Δεξιά της στρατοπεδεύσαμε. Δέσαμε τα άλογα και έκατσα φρουρός. Τα βλήματα του ιταλικού πυροβολικού άρχισαν να μας χτυπούν. Τα μάχιμα τμήματα της 17ης Μεραρχίας ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο λόχος Στρατηγείου, στον οποίο ανήκαμε, τροφοδοτούσε τα τμήματα που μάχονταν στο Πόγραδετς. Εκεί σκοτώθηκαν πολλά παιδιά. Σ’ αυτό το σημείο μείναμε αρκετό καιρό.


Γύρω στον Δεκέμβρη οπισθοχώρησε η 17η Μεραρχία για ξεκούραση και μας αντικατέστησε άλλη. Στο Ζιμλιάκ που οπισθοχωρήσαμε συναντήσαμε τους συγχωριανούς μας Παυλούδη Νικόλαο και Συκιώτη Ζαφείριο. Εκεί μάθαμε ότι ο Καρπέτης Δημήτριος είχε σκοτωθεί στο Τραπεζοειδές. Νωρίτερα είχε σκοτωθεί ο Γιάννης Παπαβασιλείου της Παγώνας κι ο Αλετράς Γεώργιος που ήταν στο ιππικό. Η διαδρομή Λέσνιτσα-Ζιμλιάκ ήταν αρκετά δύσκολη λόγω παγετού και χιονιών. Κάποια στιγμή ξεμείναμε κι από φαγητό. Μετά από οκτώ μέρες μας έδωσαν ένα όγδοο κουραμάνας. Σε κάτι σπίτια που φαίνονταν πλούσια βρήκαμε καλαμπόκι.
Έναν σκύλο που προσπάθησε να μας εμποδίσει, τον πυροβολήσαμε και τον σκοτώσαμε. Όταν άνοιξε ο καιρός μας έφεραν λίγα τρόφιμα.

Μετά ξεκινήσαμε για να πάμε στον κεντρικό τομέα της Αλβανίας. Για δυο μερόνυχτα βαδίζαμε και φτάσαμε σε κάποιον ανεφοδιασμό. Δίπλα υπήρχε ένα λαγκάδι και ήπιαμε νερό. Την άλλη μέρα με το φως είδαμε πως το λαγκάδι ήταν γεμάτο από σκοτωμένα άλογα. Δεν μας πείραξε καθόλου όμως το νερό που ήπιαμε.

Μείναμε στο χωριό Κοσίνα για αρκετές ημέρες. Το χάνι Μπαλαμπάνι ήταν επισημασμένο και το βομβάρδιζαν οι Ιταλοί κάθε πέντε λεπτά. Εκεί είχε ανεφοδιασμό κι αναγκάστηκαν οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί να το εγκαταλείψουν και να μεταφερθούν στον δικό μας ανεφοδιασμό. 

Τριάντα άλογα με τους ιππείς ξεκινούσαν κάθε μέρα και παρακολουθούσαν τα ιταλικά στρατεύματα με τα κιάλια. Σ’ αυτές τις αποστολές σκοτώθηκε κι ο Συρίκας Απόστολος. Ένα βράδυ μας ανακάλυψε το ιταλικό τρίκανο πυροβολικό κι άρχισε να μας βάλλει. Μια οβίδα έπεσε στο μαγκάλι της αποθήκης που ήταν οι κουραμάνες και τα τσιγάρα. Ο αποθηκάριος που καθόταν δίπλα στο μαγκάλι και ζεσταινόταν δεν έπαθε τίποτα. Διέλυσε όμως τον ημιονηγό που στεκόταν όρθιος δίπλα του. Την άλλη μέρα οι οβίδες που έφταναν στον ανεφοδιασμό έσκαγαν στον αέρα και το διασκεδάζαμε.


(Φωτ.: Αρχείο εφ. Καθημερινή)

Ο λοχαγός διέταξε εμένα και τον Στέργιο Τσινά να φτιάξουμε ένα αμπρί. Το αμπρί ήταν μια μεγάλη γούρνα σκεπασμένη από το πάνω μέρος με κλαδιά και χωρούσε τραπέζι για να εργάζεται ο λοχαγός που τον έλεγαν Αϊβαλιώτη. Πήγαμε με τον Στέργιο για να κόψουμε ξύλα από ένα πλατάνι. Πήρα στην πλάτη μου τρία μεγάλα ξύλα και ξεκίνησα. Ο Στέργιος κάθισε να ψειριστεί. Σ’ ένα σημείο λίγο πιο πέρα κάθισα κι εγώ να ξεκουραστώ. Απέναντι υπήρχε μια ελληνική πυροβολαρχία που μονομαχούσε με μια ιταλική. Στα τρία μέτρα πέφτει μια οβίδα κι όταν είδα να έρχονται κι άλλες έπεσα μέσα στη γούρνα που έσκαψε η πρώτη. Αμέσως βρήκα ένα άλλο καταφύγιο και κρύφτηκα εκεί. Έμεινα εκεί μέχρι που σταμάτησε η μάχη.

Τις επόμενες μέρες φύγαμε για την Κλεισούρα για να πάρουμε λάφυρα. Καθώς πηγαίναμε κατά το Τεπελένι, φτάσαμε σ’ έναν μικρό παραπόταμο του Αώου. Σ’ αυτό το ποτάμι υπήρχε ένα γεφύρι που το χτυπούσε κάθε τόσο το ιταλικό πυροβολικό. Βιαστικά περάσαμε τη γέφυρα απ’ όπου συνέχιζε ο δρόμος για το Τεπελένι. Δεξιά μας ήταν οι ιταλικές κρυψώνες απ’ όπου, πριν από λίγες μέρες, τους είχαν βγάλει οι Έλληνες με τις ξιφολόγχες. Προχωρήσαμε για να πάρουμε τα λάφυρα. Τα φορτώσαμε πάνω στα άλογα. Εκεί βρήκα τον Νικόλαο Μπούιντα που ερχόταν μόνος του από την πρώτη γραμμή τραυματισμένος στο πόδι. Φορτώσαμε τα κυριότερα πολυβόλα και πολεμοφόδια. Σε λίγο εμφανίστηκαν στον ουρανό γύρω στα διακόσια αεροπλάνα που φοβήθηκαν να κατέβουν πιο κάτω κι έριξαν τις βόμβες απ’ αυτό το ύψος, χωρίς όμως να δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια επιστρέψαμε στη γέφυρα που ήταν το μηχανικό και προσεκτικά την περάσαμε. Σε λίγο άρχισαν πάλι να πέφτουν οι οβίδες. Αμέσως μετά έφτασαν κάποιοι στρατιώτες που κρατούσαν Ιταλούς αιχμάλωτους. Το βράδυ φτάσαμε στον ανεφοδιασμό.
  • Μια βραδιά έφεραν στην έδρα του τάγματος ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα. Εκεί ο Ιταλός ταγματάρχης παραδέχτηκε πως ήταν λάθος που πολεμούσε για τον Μουσολίνι.
Το ιταλικό τάγμα αιχμαλωτίστηκε ως εξής: Στο Τραπεζοειδές ύψωμα ο ταγματάρχης Κώνστας έκανε έφοδο με μια διμοιρία στρατιωτών και το κατέλαβε. Παρέμειναν κρυμμένοι και την άλλη μέρα κατέφτασε ανύποπτο το ιταλικό τάγμα. Ο Κώνστας είχε δώσει εντολή στους στρατιώτες να κατουρήσουν τα όπλα τους για να είναι ζεστά, για να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, αν χρειαζόταν. Το τάγμα των Ιταλών κατέφτασε και βρέθηκε έκπληκτο μπροστά στον όρθιο Κώνστα, ο οποίος τους προειδοποίησε πως είναι περικυκλωμένοι από τρεις χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες και ζήτησε να παραδοθούν, όπως κι έγινε.
Μετά την επιστροφή από τα λάφυρα καθίσαμε για αρκετό διάστημα χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο.

Οι αξιωματικοί που έμεναν σ’ ένα αντίσκηνο συζητούσαν για την επικείμενη γερμανική εισβολή. Κρυφακούγαμε κι έτσι μαθαίναμε τα νέα. Μια μέρα ο λοχαγός μου ζήτησε να τον συνοδέψω μέχρι το Ροντέν. Οι οβίδες άρχισαν να σφυρίζουν και ανησύχησα. «Μην ανησυχείς», μου είπε. «Επικίνδυνες είναι αυτές που κοχλάζουν».

Ένα δρομάκι, απ’ όπου θα περνούσαμε, το είχε επισημάνει το ιταλικό πυροβολικό και το χτυπούσε. Περάσαμε προσεκτικά και φτάσαμε στο Ροντέν και ζητήσαμε τρία άλογα. Την άλλη μέρα φέραμε τα πράγματά μας. Ο δάσκαλος Παπασαραφιανός, που ήταν λοχαγός και ταμίας της 17ης Μεραρχίας, μας είπε να φορτώσουμε ολονών τα πράγματα και το χρηματοκιβώτιο στα άλογα. Τα φορτώσαμε μαζί με τον Στέργιο Τσινά. Ήταν η στιγμή που άρχιζε η οπισθοχώρηση (23/4/1941).

Ιωάννης Λελεγιάννης (1916-1998)
Πηγή: ormylia.me.

http://www.pontos-news.gr/article/170706/sygklonistiki-martyria-apo-epos-toy-40-apo-toys-elaiones-vrethikame-sti-17i-merarhia

28/10/2017


 Οδυσσέας Ελύτης:

'' Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ''
 ( ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ).

 Απαγγέλλει ο  Μάνος Κατράκης.






          ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ            









1.
Εκείνοι που πολέμησαν.

Αυτή η μέρα είναι συνήθως αφιερωμένη στο Όχι προς τον Ιταλό πρέσβη, στις τακτικές κινήσεις, στις μεγάλες προσωπικότητες. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που πολέμησαν, εκείνοι που έκαναν πράξη το Όχι στο πεδίο της μάχης. Τρεις στρατιωτικοί, τρεις ιστορίες, τρεις πορείες ζωής.

1. 
Δημήτριος Κασλάς εκ Βόλου. 
Ύψωμα 731: στα στενά της Κλεισούρας, στρατηγικό πέρασμα στα βουνά της Αλβανίας.

Ο Κασλάς υπερασπίστηκε τον Γολγοθά του αλβανικού μετώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί, ενώ με την έναρξη των εχθροπραξιών το ύψωμα ήταν δεντροσκεπασμένο, στο τέλος δεν έμεινε κανένα δέντρο — η γεωλογική μορφή του είχε τροποποιηθεί. Το ύψος του από την ένταση και την ποσότητα των ιταλικών βομβαρδισμών μειώθηκε κατά 5 μέτρα. Η εντολή όμως της ελληνικής στρατιωτικής διοίκησης ήταν σαφής: «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις, απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων». Χίλιοι Ιταλοί νεκροί έναντι 145 Ελλήνων ο τελικός απολογισμός.

2.
 Κωνσταντίνος Δαβάκης εκ Λακωνίας
Γραμμή Πίνδου/Μέτσοβο.

Ο πρωτοπόρος αξιωματικός, πανευρωπαϊκά ίσως, της μηχανοκίνησης του πεζικού. Εξαιρετικός στην τακτική. Ηγείτο του περίφημου αποσπάσματος της Πίνδου, ή σώματος των «μουστακαλήδων», καθώς όλοι οι άντρες του είχαν μιμηθεί το πάντα περιποιημένο μουστάκι του. Τραυματίστηκε στο μέτωπο. Στον αξιωματικό που τον πλησίασε για να τον περιποιηθεί πρόσταξε, μαζεύοντας όσες δυνάμεις τού ’μεναν ακόμα: «Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα».

3. 
Χαράλαμπος Κατσιμητρος εξ Ευρυτανίας. 
Καλπάκι/Γραμμή Ελαίας-Καλαμά.

Κράτησε τη γραμμή αμύνης τις πρώτες ώρες της ιταλικής επίθεσης, ενώ είχε κληθεί να υποχωρήσει. Δεν υπάκουσε. Πίστευε ότι, «Το βλέμμα πάντοτε πρέπει να είναι εστραμμένο προς τα εμπρός και να κυριαρχεί εις τας σκέψεις και τας πράξεις των το πνεύμα της δραστηριότητος και επιθετικότητος και ουχί τάσις προς τα οπίσω».

Τρεις αξιωματικοί, τρεις διαφορετικές πορείες, τρεις διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις, πολέμησαν υπέρ πατρίδος ο καθένας με απαράμιλλο ηρωισμό το 1940.

Ο Κατσιμήτρος στιγματίστηκε για μια ολιγόμηνη θητεία ως υπουργός Γεωργίας του Τσολάκογλου, ο Κασλάς διώχθηκε επειδή μετείχε στον ΕΛΑΣ, ο Δαβάκης, βαριά τραυματίας, πέθανε μέσα σε ένα ιταλικό πλοίο ενώ τον μετέφεραν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ξεχασμένοι, διασυρμένοι, συκοφαντημένοι, απαξιωμένοι.

Έμειναν και οι τρεις όμως για πάντα στην Ιστορία γιατί ήξεραν την απάντηση στα μεγάλα ΝΑΙ — και στα μεγάλα ΟΧΙ. 

Στέφανος Καβαλλιεράκης


 28η Οκτωβρίου



2.
1940-41:Οι Αλβανοί στον πόλεμο της Αλβανίας.

Σχόλιο του Γιώργου Μαργαρίτη στην Αυγή της 28.10.2003 σχετικά με το βιβλίο «Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο» του λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου.

Από τα μέσα του Νοεμβρίου του 1940 η ιταλική επίθεση είχε τελεσίδικα ανατραπεί στη Θεσπρωτία και στην Πίνδο και οι ελληνικές δυνάμεις, ενισχυμένες πλέον από την καλή λειτουργία της γενικής επιστράτευσης, πέρασαν στην αντεπίθεση. Η προέλαση των Ιταλών εξελίχθηκε σε υποχώρηση και η αρχική υποχώρηση των Ελλήνων εξελίχθηκε σε προέλαση πέρα από τα σύνορα, βαθιά μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Μέχρι το τέλος του μήνα οι δύο αντίπαλοι στρατοί βρέθηκαν να πολεμούν μέσα και γύρω από τα χωριά και τις πόλεις της γειτονικής χώρας, παρακολουθούμενοι από τον τοπικό πληθυσμό τον οποίο ο πόλεμος αυτός ελάχιστα αφορούσε. Οι Έλληνες της μειονότητας φυσικά υποδέχθηκαν με ελπίδες τους Έλληνες φαντάρους, χωρίς όμως να τους προστατεύσει αυτή η χαρά από τα δεινά που ο πόλεμος έφερνε μαζί του. Οι άλλοι, οι Αλβανοί, υφίσταντο απλά τα δεινά ενός πολέμου που δεν ήταν δικός τους.

Για τους πολλούς η άφιξη του ελληνικού στρατού έφερνε μαζί της αλλαγές που δυσκόλευαν περισσότερο την ήδη δύσκολη ζωή τους. Το νόμισμα της Αλβανίας, το λεκ, όπως και οι ιταλικές λίρες, αποσύρθηκαν, λόγου χάρη, από την κυκλοφορία και οι συναλλαγές, μέσα σε μία μόλις εβδομάδα, γίνονταν αποκλειστικά και μόνο με δραχμές. Τα εντυπωσιακά νομίσματα του ενός και δύο λεκ του 1939 με τον Ιταλό στρατιώτη απάνω, τα «φάσιο» και το όνομα του Βιττόριο Εμμανουέλε, έγιναν σε ελάχιστο χρόνο απλά συλλεκτικά αντικείμενα, που οι φαντάροι έστελναν πίσω στην Ελλάδα ως πειστήρια της νίκης. Στους άλλους τομείς οι αλλαγές δεν ήταν τόσο εντυπωσιακές. Οι Έλληνες φαντάροι ζητούσαν και έπαιρναν τα ίδια ακριβώς πράγματα από τους χωρικούς όπως και οι Ιταλοί ομόλογοί τους. Η εγκατάσταση στρατιωτικών μονάδων στα μικρά χωριά σήμαινε εκτόπιση των κατοίκων στον στάβλο ή την αποθήκη του σπιτιού και κατοχή των καλύτερων δωματίων, εκείνων που θερμαίνονταν, από τους φαντάρους. Η μετακίνηση προς τα διπλανά χωριά, τα κεφαλοχώρια ή τις πόλεις απαγορευόταν και οι ελλείψεις πολλαπλασιάζονταν από αυτόν τον ιδιόμορφο αποκλεισμό. Οι αγγαρείες ήταν ατελείωτες, για το άνοιγμα των δρόμων, το ξεπάγωμα των μονοπατιών, τη μεταφορά εφοδίων, τη συλλογή καυσόξυλων, τη λειτουργία μαγειρείων και το πλύσιμο του στρατιωτικού ιματισμού. Άνθρωποι και ζώα στη διάθεση των στρατιωτικών οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας.

Ήταν μία παράξενη συμβίωση αυτή των φαντάρων με τους Αλβανούς χωριάτες. Η διοίκηση προτιμούσε να κρατά τους κατοίκους στα χωριά τους, ώστε να εξασφαλίζει πρόσθετα εργατικά χέρια σε ώρες ανάγκης. Και οι ίδιοι εξάλλου δύσκολα αποχωρίζονταν, μέσα στο χειμώνα, τα σπίτια και το βιος τους. Ό,τι είχαν βρισκόταν στο χωριό, στα σπίτια τους. Έμεναν λοιπόν εκεί για να το προστατέψουν από τους φαντάρους ή και τους στερημένους συγχωριανούς τους. Έμεναν εκεί, μέσα στις μάχες, τους βομβαρδισμούς, εκτεθειμένοι στους εχθρικούς όλμους και στα πολυβόλα κάθε φορά που πήγαιναν να ταϊσουν τα ζώα τους, να μαζέψουν ξύλα ή να ξεχώσουν καμία πατάτα. Πέθαιναν όπως οι φαντάροι και τραυματίζονταν χωρίς, στην περίπτωση αυτή, να τυγχάνουν της εύνοιας των στρατιωτικών χειρουργείων εκστρατείας. Τα τελευταία αυτά είχαν τους δικούς τους να φροντίσουν και το φαρμακευτικό υλικό ή απλά η καλή διάθεση δεν περίσσευαν.

Στις σχέσεις των χωρικών με τους φαντάρους επικρατούσε πάντα η καχυποψία, ο φόβος -με χαιρεκακία έβλεπαν οι μεν τα πάθη των δε- σε μία κατάσταση που ήταν και για τους δύο επώδυνη. Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά, αυτή που μας κατέδειξε ο Δημήτρης Λουκάτος. Για τους φαντάρους στην πρώτη γραμμή, αυτοί οι χωρικοί ήταν μια μακρινή ανταύγεια του κόσμου που είχαν πίσω τους αφήσει. Έβλεπαν σε αυτούς παιδιά, έβλεπαν νεογέννητα, γονείς, μανάδες, παππούδες και προπαντός έβλεπαν γυναίκες και κορίτσια. Ειδύλλια που δεν προχώρησαν, σχέσεις τρυφερές και αδιέξοδες στήνονταν σε αυτό τον μικρόκοσμο, συνδέοντας τους πολεμιστές με τη ζωή σε αυτό το βασίλειο του θανάτου. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, στις αναμνήσεις των μαχητών, ανάμεσα σε άλλα πολλά, συχνά βρήκε τη θέση της κάποια άσημη χωριατοπούλα της Αλβανίας. Περισσότερο και από τον ενθουσιασμό της όποιας νίκης, αυτή η ανάμνηση αποτελούσε, μαζί με τη συντροφικότητα ίσως, το πιο φωτεινό σημείο σε αυτήν την επίσκεψη στην κόλαση του πολέμου.



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ


28 Οκτωβρίου 2016